Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Η παρανόηση (και η παράνοια) της πλειοψηφίας


Η ανθρωπότητα έχει χύσει αμέτρητους τόνους αίμα και μελάνι για την πραγμάτωση του δημοκρατικού ιδεώδους. Κεντρικός κανόνας σε κάθε δημοκρατία είναι αυτός της πλειοψηφίας. Το θεωρητικό υπόβαθρο του πλειοψηφικού κανόνα είναι σχεδόν αυτονόητο. Επιλογές που υποστηρίζονται από την πλειοψηφία των πολιτών εξασφαλίζουν τον αυτοκαθορισμό του μέγιστου δυνατού αριθμού ανθρώπων και αναγκάζουν κατά το δυνατόν λιγότερους να «υποστούν» την αποδοχή επιλογών με τις οποίες δεν συμφωνούν. Ωστόσο ο πλειοψηφικός κανόνας εγκυμονεί έναν θανάσιμο για την ποιότητα της δημοκρατίας κίνδυνο: να θεωρηθεί αυτοσκοπός. Το πραγματικά ζητούμενο σε κάθε αντιπαράθεση πολιτικών επιχειρημάτων (ή οποιωνδήποτε επιχειρημάτων) είναι η πρόκριση της εκάστοτε ορθότερης λύσης. Επειδή στα ανθρώπινα πράγματα δεν υπάρχουν απόλυτες και αιώνιες αλήθειες και επειδή, ακόμα και αν υπήρχαν, η επιβολή τους σε συλλογικά οργανωμένες οντότητες θα μπορούσε να γίνει μόνο από κάποιον πάνσοφο και πανάγαθο «δικτάτορα», οι λαοί κατέληξαν στην επιλογή του πλειοψηφικού κανόνα ως της μοναδικής πρακτικά εφαρμόσιμης διαδικασίας που εξασφαλίζει έστω ένα τεκμήριο ορθότητας. Αυτό το τελευταίο όμως πρέπει να τονιστεί: ο πλειοψηφικός κανόνας δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια πρακτική αναγκαιότητα, μια τυπική διαδικαστική παράμετρο, που δεν μπορεί από τη φύση της να εγγυηθεί την ουσιαστική ορθότητα των λύσεων που προκρίνονται με την εφαρμογή του. Οι λύσεις αυτές περιβάλλονται μόνο με μαχητό τεκμήριο ορθότητας, που κατά κανόνα πάντως – στις ώριμες δημοκρατικές κοινωνίες – είναι αρκετό για να τις αποδεχτεί ή έστω να τις ανεχτεί η μειοψηφία και να καταστούν έτσι περιεχόμενο της ασκούμενης πολιτικής. Η «τυραννία της πλειοψηφίας» τελεί ασφαλώς πάντα υπό την προϋπόθεση της μη προσβολής των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, που άλλωστε σε όλα τα σύγχρονα συντάγματα τελούν στο απυρόβλητο της εκάστοτε λαϊκής ή κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
                                                               
Αναπόδραστη παράμετρος της ποιότητας των αποφάσεων είναι η ποιότητα εκείνων που αποφασίζουν. Η καθολίκευση του δικαιώματος ψήφου στις χώρες της Δύσης στις αρχές του 20ου αιώνα βάδισε χέρι-χέρι με την καθολίκευση της εκπαίδευσης και τη συνακόλουθη άνοδο του μορφωτικού επιπέδου. Το πρώτο χωρίς το δεύτερο θα ήταν η καλύτερη συνταγή για τη δημαγωγία, το λαϊκισμό και την οχλοκρατία. Μπορεί σήμερα να καταδικάζεται σχεδόν συλλήβδην η καθιέρωση μορφωτικών κριτηρίων για την άσκηση του δικαιώματος ψήφου, ωστόσο είναι αυταπόδεικτο ότι οι αποφάσεις της πλειοψηφίας δεν μπορούν να είναι ουσιαστικά ορθές παρά μόνο όταν οι καλούμενοι να αποφασίσουν πληρούν τουλάχιστον μια ελάχιστη στάθμη ορθού Λόγου. Ο σπόρος της αυτοκαταστροφής, που είναι εγγενής σε κάθε δημοκρατικό πολίτευμα, εντοπίζεται ακριβώς στην (μη) ορθολογικότητα και (μη) υπευθυνότητα αυτών που ψηφίζουν. Ο 20ος αιώνας απέδειξε με οδυνηρό για την ανθρωπότητα τρόπο πώς από μια δημοκρατία μπορεί να ξεπηδήσει η χειρότερη βαρβαρότητα. Η ανάρρηση του Χίτλερ στην εξουσία δεν έγινε με πραξικοπηματική κατάλυση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αλλά με την τυπική τήρηση όλων των διαδικαστικών κανόνων της πλειοψηφίας.

Η ικανότητα του πλειοψηφικού κανόνα να καλύπτει με μανδύα νομιμοποίησης τις λαμβανόμενες αποφάσεις μπορεί να οδηγήσει επίσης σε παρανόηση της έννοιας της νομιμοποίησηςΗ πλειοψηφία δεν μπορεί να νομιμοποιήσει τα πάντα. Μια συμμορία ληστών, που αποφασίζει με ψηφοφορία αν θα ληστέψει μια τράπεζα, μπορεί να τηρεί απαρέγκλιτα τον πλειοψηφικό κανόνα, όμως η απόφασή της δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί βάσει μόνο αυτού του τυπικού διαδικαστικού κριτηρίου. Μια φοιτητική συνέλευση, που αποφασίζει με ψηφοφορία την κατάληψη μιας πανεπιστημιακής σχολής, ενδέχεται να εφαρμόζει με υποδειγματικό τρόπο τις δημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων, όμως η παρανομία της κατάληψης δεν μπορεί να αρθεί με επίκληση καμιάς πλειοψηφίας. Μια συνέλευση αγροτών, που ψηφίζει ομόφωνα υπέρ του αποκλεισμού μιας εθνικής οδού μέχρι να ικανοποιηθούν τα αιτήματά της, έχει εφαρμόσει αψεγάδιαστα τη δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων, όμως η παρεμπόδιση της κυκλοφορίας δεν μπορεί να καταστεί νόμιμη για αυτόν το λόγο και μόνο.

Ασφαλώς στα παραπάνω παραδείγματα θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς το επιχείρημα, ότι αφορούν αποφάσεις μεμονωμένων ομάδων με ομοιογενή αίσθηση (ή παραίσθηση) συμφέροντος. Αν, όπως είναι το σωστό, επεκτεινόταν ο κανόνας της πλειοψηφίας στο σύνολο της κοινωνίας, είναι μάλλον απίθανο να προκρινόταν η απόφαση της ληστείας της τράπεζας, της κατάληψης της σχολής ή του κλεισίματος της εθνικής οδού (γι' αυτό και οι τρεις αυτές ενέργειες συνιστούν αδικήματα σε όλες τις ευνομούμενες χώρες του κόσμου, παρόλο που στην Ελλάδα έχουμε αναγάγει όχι μόνο τη θέσπιση, αλλά και την τήρηση των νόμων σε ζήτημα λαϊκής πλειοψηφίας ή διαπραγμάτευσης). Μια καθολική έκφραση ετυμηγορίας δίνει λοιπόν τη δυνατότητα σε κοινωνικές ομάδες με συμφέροντα αντίθετα εκείνων της προηγούμενης παραγράφου να υπερισχύσουν. Έτσι, η τήρηση του κανόνα της πλειοψηφίας σε εθνικό επίπεδο τείνει να εξουδετερώνει τις «εγωιστικές» μειοψηφίες και επιτρέπει τη σύγκλιση των επιμέρους ανταγωνισμών σε μια συνισταμένη πολύ κοντά στο «κοινό καλό». γενική βούληση, η volonté générale της Γαλλικής Επανάστασης, δεν μπορεί παρά να συγκλίνει σε λύσεις που προάγουν τη συλλογική ευημερία.

Η παραπάνω υπόθεση δεν μπορεί ωστόσο να ληφθεί ως δεδομένη. Απαιτείται πολύ υψηλός δείκτης πολιτισμικής ανάπτυξης και πολιτικής ωριμότητας σε μια κοινωνία ώστε αυτή να μπορεί ως συλλογική οντότητα να υπερκεράσει τις αποκλίνουσες ατομικές ή συντεχνιακές επιδιώξεις και να εκφραστεί με όρους γενικού συμφέροντος. Ακόμα δυσκολότερο είναι για τους φορείς διεκδίκησης της εξουσίας να μετουσιώσουν αυτό το γενικό συμφέρον σε μια συνεκτική πολιτική πρόταση και να πείσουν την πλειοψηφία των εκλογέων για την ορθότητά της. Στις περισσότερες περιπτώσεις, και σίγουρα όχι μόνο στην Ελλάδα, τα κόμματα εξουσίας διατυπώνουν εσκεμμένα ασαφείς και στρεβλά πολυσυλλεκτικές προτάσεις διακυβέρνησης, που περιέχουν τις πιο ετερόκλητες και μεταξύ τους αντιφατικές υποσχέσεις προς όσο το δυνατόν ευρύτερο φάσμα του εκλογικού σώματος. Δεν είναι τυχαίο ότι σαφές πολιτικό στίγμα και ιδεολογική καθαρότητα έχουν πλέον μόνο κόμματα που βρίσκονται στα άκρα ή και στο περιθώριο του πολιτικού φάσματος. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι πολλά νομοθετήματα τα τελευταία χρόνια (και όχι μόνο στην Ελλάδα) είναι πολυδαίδαλα και δυσανάγνωστα, καθώς πασχίζουν – με άπειρες εξειδικεύσεις και εξαιρέσεις – να ικανοποιήσουν σε ad hoc βάση πληθώρα ανομοιογενών συμφερόντων, χωρίς ενιαία κατευθυντήρια γραμμή, χωρίς εποπτική αντίληψη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος και χωρίς σύνδεση με γενικές αρχές που συνέχουν την έννομη τάξη. Ένας νομοθέτης με τόσο λανθασμένη αντίληψη του πλειοψηφικού κανόνα προσπαθεί μάταια να κοιτάξει ταυτόχρονα προς όλες τις κατευθύνσεις και αναπόφευκτα καταντά νομοθέτης αλλήθωρος, κοντόφθαλμος, αν όχι τυφλός.

Στις σημερινές πολύπλοκες και ανομοιογενείς κοινωνίες το πιθανότερο είναι ότι το λεγόμενο συλλογικό συμφέρον δεν συμπίπτει με το συμφέρον καμίας από τις επιμέρους ομάδες και δεν αποτελεί καν τη διανυσματική συνισταμένη των επιμέρους συμφερόντων. Η εύρεση, η άρθρωση και η επιδίωξή του προϋποθέτουν συνεπώς ισχυρή και αποφασιστική ηγεσία. Ενώ το δημοκρατικό ιδεώδες υποτίθεται πως υπαγορεύει ότι η κοινωνία πρέπει να κατευθύνει την εξουσία, εδώ φαίνεται να καταλήγουμε στο αντίθετο συμπέρασμα: ότι η εξουσία πρέπει να κατευθύνει την κοινωνία. Συχνά ακούει κανείς πολιτικούς ηγέτες να υπόσχονται ότι θα αγνοήσουν το «πολιτικό κόστος». Δεν μοιάζει αυτό αντιφατικό σε μια δημοκρατία; Πώς είναι δυνατόν να διεκδικεί κανείς την ψήφο της πλειοψηφίας, προβάλλοντας ως ατού την αποφασιστικότητά του να αψηφήσει αυτή την πλειοψηφία κατά τη χάραξη της πολιτικής του; Κι όμως, το γεγονός ότι η αγνόηση του πολιτικού κόστους έχει καταστεί δείγμα πολιτικού θάρρους και εντιμότητας αποτελεί την ύψιστη ομολογία αποτυχίας μιας κοινωνίαςτην απόλυτη επιβεβαίωση της αδυναμίας της να παραγάγει με πλειοψηφικές μεθόδους τις άριστες αποφάσεις. Ελάχιστες κοινωνίες έχουν κατορθώσει να προσεγγίσουν την πολιτισμική και πολιτική ωριμότητα που απαιτείται ώστε η τυπική ορθότητα των πλειοψηφικών αποφάσεων να εγγυάται και την ουσιαστική τους ορθότητα. Σε πολλές κοινωνίες – κατεξοχήν σε πολιτικά υπανάπτυκτες κοινωνίες σαν την ελληνική, με ιστορικά ανύπαρκτο διαχωρισμό της δημόσιας από την ιδιωτική σφαίρα και με παντελή απουσία του «κοινωνικού συμβολαίου» για το οποίο μιλούσαν οι Γάλλοι διαφωτιστές ήδη από το 18ο αιώνα – οι εκάστοτε κυβερνώντες πρέπει σχεδόν να αγνοούν την κοινωνία, αν θέλουν να πετύχουν την ευημερία των πολιτών τους. Είναι αυτό δημοκρατία; Μάλλον όχι, αλλά δεν φταίει η ίδια η δημοκρατία γι’ αυτό. Όσο μεγαλύτερη είναι η απόκλιση ανάμεσα στις πλειοψηφικές και τις ορθολογικές λύσεις, τόσο βαθύτερη είναι η πολιτική ανωριμότητα μιας κοινωνίας και τόσο μακρύτερα βρίσκεται αυτή από την πλήρωση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την επιτυχία της δημοκρατίας. Η Ελλάδα ατύχησε να συνδυάζει από τη μια μεριά μια κοινωνία νηπιακής πολιτικής ωριμότητας και από την άλλη μια πολιτική ηγεσία όχι απλά ανίκανη να εντοπίσει και να επιδιώξει το συλλογικό συμφέρον, αλλά διαχρονικά δέσμια των πιο άθλιων και εκβιαστικών μειοψηφιών. Γι’ αυτό και ο όρος «πολιτικό κόστος» στον εγχώριο δημόσιο διάλογο κρύβει τη φοβία όχι τόσο απέναντι στην κοινωνική πλειοψηφία (η οποία άλλωστε είναι άνευ νοήματος σε μια πολυδιασπασμένη κοινωνία που βρίσκεται εδώ και δεκαετίες σε πλήρη σύγχυση) όσο απέναντι στις ενδοκομματικές συνδικαλιστικές και λοιπές παρασιτικές εξαρτήσεις.

Η χρονική διάσταση του πλειοψηφικού κανόνα
Η επίτευξη της συλλογικής ευημερίας δεν μπορεί παρά να είναι ένας μακροπρόθεσμος στόχος, που σίγουρα υπερβαίνει το χρονικό ορίζοντα μιας γενιάς, πόσο μάλλον τη στιγμιοτυπική αποτύπωση της λαϊκής ετυμηγορίας σε μια εκλογική αναμέτρηση ή σε ένα δημοψήφισμα. Οι μακροπρόθεσμοι στόχοι κατακτώνται εξ ορισμού με μακροχρόνιες προσπάθειες, που συχνά είναι πιο ανηφορικές στα πρώτα τους βήματα. Στις επιχειρήσεις κάθε νέα επένδυση ακολουθείται κατά κανόνα από 2-3 ή και περισσότερες ζημιογόνες χρήσεις προτού αρχίσει να αποδίδει κέρδη. Καμία επένδυση ποτέ και πουθενά δεν θα πραγματοποιούνταν αν οι επιχειρηματίες σχεδίαζαν π.χ. με ορίζοντα 4ετίας, όσο είναι ο συνήθης εκλογικός κύκλος. Όμως ποια κοινωνία, ποια γενιά και σε ποια χρονική στιγμή μπορεί να διαθέτει τη συλλογική διορατικότητα και υπευθυνότητα ώστε να αποφασίσει με προοπτική 20ετίας ή 50ετίας ή 100ετίας; Απαιτείται ισχυρή δόση σύνεσης και αυταπάρνησης και ακόμα ισχυρότερη δόση πεφωτισμένης καθοδήγησης από την πολιτική ηγεσία για να δεχτεί ένα εκλογικό σώμα σε μια ορισμένη χρονική συγκυρία να υποστεί «θυσίες» με αντάλλαγμα ένα μέλλον ευημερίας που ενδέχεται να γευτούν μόνο τα παιδιά του ή τα εγγόνια του. Ωστόσο ο κανόνας της πλειοψηφίας έχει – ή θα έπρεπε να έχει – σαφή χρονική διάσταση. Σε μια ιδανική κοινωνία θα καλούνταν να αποφασίσει η πλειοψηφία μιας ιδεατής συλλογικής οντότητας, που θα περιελάμβανε όχι μόνο την παρούσα αλλά και τις μέλλουσες γενεές. Ειδάλλως, ποιος θα εκπροσωπήσει τις μέλλουσες γενεές σε μια εκλογική ή δημοψηφισματική αναμέτρηση που διεξάγεται σε όρους του εδώ και του τώρα, αλλά το διακύβευμά της θα επηρεάσει ζωές που ίσως δεν έχουν ακόμα γεννηθεί; Ποιος μπορεί να υπερβεί τον ηθικό ηδονισμό που εκ φύσεως ενδημεί στις αποφάσεις ενός εγωιστικού πλάσματος όπως είναι ο άνθρωπος και μιας ανεύθυνης κοινωνίας όπως είναι η ελληνική; Τα δημόσια χρέη που έχουν σωρεύσει πολλές χώρες του κόσμου, με θλιβερή ηγέτιδα ασφαλώς την Ελλάδα, αντανακλούν ακριβώς την αδυναμία των πλειοψηφιών να αποφασίζουν με όρους όχι μόνο παρόντος αλλά και μέλλοντος. Και αν ο πολιτικός αυτοκαθορισμός των λαών κατακτήθηκε, όπως είδαμε στην αρχή, με σκληρούς και πολύχρονους αγώνες, ποιος θα αγωνιστεί για τον πολιτικό αυτοκαθορισμό της γενιάς του 2000 ή του 2020; Τι νόημα θα έχει η δημοκρατία για την Ελλάδα του 2030, αν οι επιλογές των τότε πολιτών της θα περιορίζονται ασφυκτικά από ένα χρέος 200% ή 300% του ΑΕΠ και το οποίο θα έχουν κληρονομήσει από την Ελλάδα του 1980 ή του 2010; Με την επίκληση ποιου δημοκρατικού κανόνα μπορεί μια γενιά να δικαιολογήσει τη χρεοκοπία που κληροδοτεί στα παιδιά της και στα παιδιά των παιδιών τηςΠοια πλειοψηφία νομιμοποιείται να παραδώσει στις μελλοντικές πλειοψηφίες τη σκυτάλη μιας χώρας που σέρνεται στο βαθύτερο λάκκο του παγκόσμιου εξευτελισμού;

Η χωρική διάσταση του πλειοψηφικού κανόνα
Λίγοι λαοί έχουν αποδειχτεί ικανοί και άξιοι να αυτοκυβερνηθούν δημοκρατικά και σίγουρα δεν ανήκουμε σε αυτούς. Η περίφημη αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία άνθισε στο αριθμητικά περιορισμένο και ομοιογενές πλαίσιο της πόλης-κράτους, αφορούσε ένα μόνο μέρος της αθηναϊκής κοινωνίας και δεν κατόρθωσε – ακόμα και έτσι – να αποφύγει τον εξοστρακισμό των μεγαλύτερων ευεργετών της. Η σύγχρονη ελληνική δημοκρατία αυτοκαταστράφηκε και αυτοεξευτελίστηκε, καθοδηγούμενη από μια εξοργιστικά στρεβλή και λαϊκιστική αντίληψη του κανόνα της πλειοψηφίας και από μια πολιτική ηγεσία που κατάφερε – στην καλύτερη των περιπτώσεων – να προσδώσει νέα διάσταση στις έννοιες «ανικανότητα» και «αχρηστία», διάσταση που δεν μπορούσε κανείς μέχρι πρότινος να φανταστεί ότι υπάρχει. Βέβαια, ποια θα μπορούσε να είναι η εναλλακτική επιλογή; Αν μια κοινωνία αδυνατεί να  αυτοκυβερνηθεί ορθολογικά, άραγε δικαιούνται άλλες κοινωνίες να της επιβάλουν την ορθολογικότητα με το ζόρι ή είναι προτιμότερο να συνεχίσει να καθορίζει η ίδια την πορεία της, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα διδαχτεί από τα λάθη της; Η μοιραία περίπτωση της Ελλάδας δείχνει ότι η εμβάθυνση της παγκόσμιας διασυνδεσιμότητας θα οδηγήσει – είτε μας αρέσει είτε όχι – σε επαναπροσδιορισμό της ίδιας της χωρικής διάστασης της πλειοψηφίας. Το εύρος των συνεπειών κάθε απόφασης είναι αυτό που θα καθορίζει πλέον και το ποιοι δικαιούνται να αποφασίζουν. Σε έναν κόσμο όπου το εύρος αυτό ολοένα πιο συχνά υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα, η πορεία προς την περιφερειακή ή και την παγκόσμια διακυβέρνηση είναι όχι μόνο ιστορικά αναπόφευκτη αλλά και ηθικοπολιτικά επιβεβλημένη. Ως πού φτάνει λοιπόν η νομιμοποίηση μιας χώρας να επικαλείται την εθνική της κυριαρχία και τη δημοκρατική της αυτοδιάθεση, όταν οι αποφάσεις της πλήττουν και άλλους λαούς ή και ολόκληρο τον κόσμο; Αν οδηγείς σε έναν άδειο δρόμο, δικαιούσαι στο κάτω-κάτω να οδηγείς μεθυσμένος και τελικά να σκοτωθείς, Αν οδηγείς όμως μέσα σε κίνηση, η νηφαλιότητά σου ενδιαφέρει και τους υπόλοιπους. Αν επιμένεις να μη συμμορφώνεσαι, πρέπει κάποιος να σου αφαιρέσει το δίπλωμα. Αν λοιπόν η Ελλάδα πιστεύει ότι είναι δικαίωμά της να αυτοκτονήσει, εξίσου δικαιούνται οι υπόλοιποι λαοί να αυτοπροστατευτούν από τις συνέπειες της αυτοκτονίας της, κρατώντας την - αν είναι απαραίτητο - με το ζόρι στη ζωή. Το δικαίωμα του πολιτικού αυτοκαθορισμού, που είναι η πεμπτουσία της δημοκρατίας, δεν είναι μονοπώλιο κανενός. Ο περιορισμός των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, για τον οποίο με περισσό ζήλο και πατριωτική έξαρση κραυγάζουμε, δεν είναι τίποτα παραπάνω από επανατοποθέτηση του πλειοψηφικού κανόνα στη σωστή του βάση, ώστε να συμπεριλάβει και άλλους λαούς που πλήττονται από τις δικές μας παράλογες επιλογές. Και τελικά, λαμβάνοντας υπόψιν τις έως τώρα επιδόσεις μας στη διαχείριση του οίκου μας, αυτή η επανατοποθέτηση ίσως είναι πλέον η μοναδική μας ελπίδα για σωτηρία. Εφόσον το μόνο που κατορθώνουμε είναι να κατακτούμε καθημερινά νέα επίπεδα αυτογελοιοποίησης και ανυποληψίας, ας έχουμε έστω το έσχατο, απειροελάχιστο ψήγμα αξιοπρέπειας και αυτογνωσίας να δηλώσουμε απερίφραστα προς τους υπόλοιπους λαούς: «αποφασίστε για μας».

Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

7 FAQs περί μνημονίου και άλλες ιστορίες


(Frequently Asked Questions - προς άρση τυχόν ομόηχων παρεξηγήσεων)

Ένα από τα αποφθέγματα που αποδίδονται στον Albert Einstein είναι και το εξής: «Δύο πράγματα είναι άπειρα στον κόσμο, το σύμπαν και η ανθρώπινη βλακεία, χωρίς να είμαι σίγουρος για το πρώτο». Αν δεν ήταν σίγουρος και για το δεύτερο, μια παρατήρηση των αντιδράσεων της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στην κρίση και το περίφημο μνημόνιο θα του διέλυε κάθε αμφιβολία.

Αφήνοντας κατά μέρος τις ακραίες φωνές του πολιτικού διαλόγου, αξίζει να ασχοληθούμε με μια σειρά από ερωτήματα που σχεδόν μονοπωλούν τη δημόσια συζήτηση στη χώρα μας κατά τα δύο τελευταία χρόνια και που απαντώνται κατά κανόνα, όχι μόνο από τον κ. Τσίπρα και τους ομοϊδεάτες του, αλλά και από την πλειονότητα των πολιτών, των πολιτικών και των δημοσιογράφων, με τρόπους που αντανακλούν την αποσύνθεση της λογικής:

1
Πώς νομιμοποιείται μια Βουλή και μια Κυβέρνηση, που εκλέχτηκαν για 4ετή θητεία, να ψηφίζουν νόμους που δεσμεύουν τη χώρα μέχρι π.χ. το 2020;

Η απορία εκφράστηκε όχι μόνο στα καφενεία, αλλά και από τα έδρανα του Κοινοβουλίου από βουλευτές και πολιτικούς αρχηγούς, ακόμα και ως άποψη με επιστημονική-συνταγματική θεμελίωση. Παρακάμπτοντας την πασιφανή γελοιότητα του ερωτήματος από νομικής σκοπιάς, αναρωτιέται κανείς, πού ήταν όλοι αυτοί οι συνταγματικά υπερευαίσθητοι πολιτευτές και πολίτες, όταν η Βουλή επί 3 δεκαετίες ψήφιζε σωρηδόν νόμους που θέσπιζαν απίθανα επιδόματα, ασύστολες προσλήψεις, δωράκια στις συντεχνίες και μποναμάδες στους κομματικούς στρατούς. Τους πέρασε από το μυαλό ότι όλες αυτές οι ασύλληπτες παροχές έπρεπε να χρηματοδοτηθούν μεταξύ άλλων με ομολογιακά δάνεια 20ετούς ή 30ετούς διάρκειας, δηλαδή ότι επρόκειτο για νόμους που στην πράξη δέσμευαν τη χώρα όχι για δύο ή για τρεις, αλλά σχεδόν για οκτώ 4ετίες; Γνωρίζουν ότι εν έτει 2012 πληρώνουμε ακόμα τοκοχρεολύσια για δάνεια που ελήφθησαν τη δεκαετία του ’80 για να χρηματοδοτήσουν το «Τσοβόλα δώστα όλα» του Ανδρέα; Συνειδητοποιούν ότι το 2040 θα πληρώνουμε ακόμα τοκοχρεολύσια για δάνεια που συνάπτουμε σήμερα για να καλύψουμε τις τρύπες του προϋπολογισμού; Και τολμούν να μιλούν για έλλειψη νομιμοποίησης του μνημονίου, επειδή δήθεν η δέσμευση που απορρέει από αυτό υπερβαίνει τον ορίζοντα της θητείας μιας κυβέρνησης; Αν δεν πρόκειται περί υποκρισίας, πρόκειται περί σχιζοφρένειας.

2
Γιατί να αποδεχτούμε ένα μνημόνιο που συνιστά βάναυση επέμβαση των ξένων στην εθνική μας κυριαρχία και στο δικαίωμά μας να καθορίζουμε μόνοι μας την οικονομική πολιτική της χώρας;

Η άποψη αυτή διαπερνά οριζόντια όλες τις πλευρές του πολιτικού φάσματος και είναι μάλλον η κυρίαρχη ανάμεσα στα μύρια όσα καταλογίζονται στο μνημόνιο. Ορισμένα κόμματα μάλιστα (βλ. Ανεξάρτητους Έλληνες) την έκαναν σημαία της ιδεολογίας τους και βασικό τους επιχείρημα κατά του μνημονίου. Ο απερίγραπτος Καμμένος έφτασε σε σημείο να διακηρύξει την ίδρυση του κόμματός του από το μαρτυρικό Δίστομο, προκειμένου με αυτόν τον άθλιο και ιερόσυλο τρόπο να ξυπνήσει συνειρμούς περί γερμανικής κατοχής. Η Angela Merkel στη συνείδηση του μέσου Έλληνα είναι η βάρβαρη καγκελάριος του Τέταρτου Reich, που πασχίζει να θέσει ξανά τη χώρα υπό τη γερμανική μπότα. Μα είμαστε σοβαροί; Το μνημόνιο φταίει για την απώλεια της ανεξαρτησίας μας ή η πλειοδοσία λαϊκισμού και ανευθυνότητας όλων των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων, που έφτασαν τη χώρα σε σημείο να χρειάζεται 25 δις ευρώ ετησίως για να χρηματοδοτήσει το άνοιγμα του προϋπολογισμού και άλλα 40 δις ευρώ ετησίως για να χρηματοδοτήσει την αβυσσαλέα τρύπα του εμπορικού ισοζυγίου; Είναι ποτέ δυνατόν να πιστεύουμε, υπερπατριώτες και υπερπατριώτισσες, ότι η ανεξαρτησία μας θίγεται από τα μέτρα περιστολής των ελλειμμάτων (ανεξάρτητα από το αν τα μέτρα αυτά κινούνται σε σωστή ή σε λάθος κατεύθυνση) και όχι από τα ελλείμματα αυτά καθεαυτά και τις ανεύθυνες πολιτικές που τα γέννησαν; Όταν σπαταλάς ασύστολα τα περιορισμένα σου εισοδήματα δεξιά και αριστερά και μετά αναγκάζεσαι να δανειστείς για να ζήσεις, φταίει το δάνειο ή μήπως οι σπατάλες που σε οδήγησαν σε αυτό; Και όμως, όταν ο Ανδρέας (και οι άξιοι συνεχιστές του από ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) μοίραζε ανύπαρκτο πλούτο στην κομματική του πελατεία, ουδείς ένιωσε να θίγεται ή έστω να απειλείται η εθνική κυριαρχία και το δικαίωμα αυτόνομης χάραξης της οικονομικής πολιτικής. Μας απασχόλησε ποτέ τι αυτονομία χάραξης οικονομικής πολιτικής θα κληροδοτούσαμε στις επόμενες γενιές, αυτές που θα φορτώνονταν τα ασήκωτα χρεολύσια των καλοπερασάκηδων Ανεξάρτητων Ελλήνων του ’80 ή του ’90 ή του ’00; Ανεξάρτητοι Έλληνες κε Καμμένε θα ήταν οι συνετοί και σώφρονες Έλληνες, οι Έλληνες που θα είχαν πλεονασματικό προϋπολογισμό και πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο, όπως συμβαίνει με τους Ανεξάρτητους Σουηδούς, τους Ανεξάρτητους Γερμανούς, τους Ανεξάρτητους Ελβετούς και πολλούς άλλους

      3
      Δεν είναι ληστρικό το επιτόκιο της δανειακής σύμβασης;

Η ατάκα αυτή λέγεται και ξαναλέγεται, γιατί ο κόσμος αρέσκεται να θεωρεί τον εαυτό του θύμα των μοχθηρών και αδίστακτων δανειστών. Κάτω λοιπόν οι διεθνείς τοκογλύφοι! Για ποιους άραγε μιλάμε; Για τους Ισπανούς και τους Ιταλούς, που δανείζονται ασθμαίνοντας με 6 ή 7%, για να δανείσουν μετά την Ελλάδα με 3 και με 4%; Για τους Σλοβάκους των 17.000 € κατά κεφαλήν ΑΕΠ, που δίνουν από τον προϋπολογισμό τους δάνεια στους Έλληνες των 27.000€ κατά κεφαλήν ΑΕΠ, και αντί για ευχαριστώ τους ζητάμε και τα ρέστα; Ή για το ΔΝΤ που μας δανείζει με επιτόκιο κάτω του 4%, την ίδια ώρα που χωρίς τη δανειακή σύμβαση είναι ζήτημα αν θα βρίσκαμε δανεικά στις αγορές με επιτόκιο κάτω του 25%; Όσο για τις αγορές, το επιτόκιο που θα μας ζητούσαν αν βγαίναμε να δανειστούμε θα ήταν ασφαλώς δυσθεώρητο, όχι όμως γιατί ξαφνικά συνωμότησαν εναντίον της Ελλάδας, αλλά γιατί, όπως διδάσκεται ένας πρωτοετής φοιτητής χρηματοοικονομικής, όσο πιο αφερέγγυος είναι ένας δανειολήπτης, τόσο υψηλότερο επιτόκιο πρέπει να προσφέρει για να βρει δανεικά. Κανείς δανειστής δεν είναι τόσο τρελός να πάρει το ρίσκο δανεισμού ενός δανειολήπτη που βρίσκεται στα πρόθυρα πτώχευσης, αν δεν πάρει τουλάχιστον ένα υψηλό επιτόκιο ως αντάλλαγμα για το ρίσκο που αναλαμβάνει. Το αν η κατάσταση του δανειολήπτη χειροτερέψει έτσι ακόμα περισσότερο, αυτό ας το σκεφτόταν ο δανειολήπτης εγκαίρως και δεν του φταίει ο δανειστής. Οι αγορές δεν είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα, είτε αυτό μας αρέσει είτε όχι.

4
Τι φταίει ο λαός; Δεν πρέπει να πληρώσουν οι πολιτικοί και αυτοί που τα φάγανε μαζί τους;

Αυτό είναι το δεύτερο πιο δημοφιλές επιχείρημα, μετά από εκείνο που ρίχνει το φταίξιμο στους ξένους συνωμότες και τους αχόρταγους τραπεζίτες. Ποιοι είναι άραγε αυτοί οι κακοί πολιτικοί, που ξαφνικά κάνουμε ότι δεν τους γνωρίζουμε; Μήπως προσγειώθηκαν στον πλανήτη Ελλάδα από κάποιον μακρινό γαλαξία, με αποκλειστικό σκοπό να μας εξαπατήσουν και να μας καταστρέψουν; Ή μήπως είναι σάρκα από τη σάρκα μας, ο πιστότερος καθρέφτης μιας αδιανόητα σάπιας, διεφθαρμένης και φυγόπονης κοινωνίας; Εμείς δεν ήμασταν που πλημμυρίζαμε δρόμους και πλατείες με πράσινα και γαλάζια σημαιάκια για να αποθεώσουμε όποιο προεκλογικό μπαλκόνι μας έταζε τις περισσότερες μπαρούφες; Εμείς δεν ήμασταν που καταδικάζαμε συλλήβδην στην πολιτική ανυπαρξία και ανυποληψία όσες ελάχιστες φωνές τολμούσαν να ψιθυρίσουν αλήθειες που δεν θέλαμε να ακούσουμε; Εμείς δεν ήμασταν που ειρωνευόμασταν στις παρέες το «λεφτά υπάρχουν» του Παπανδρέου και τώρα τρέχουμε βελάζοντας πίσω από το «υπάρχουν ακόμα περισσότερα από όσα νομίζατε» του Alexis; Μας ένοιαξε ποτέ πώς στην ευχή θα χρηματοδοτούνταν όλες αυτές οι ατελείωτες υποσχέσεις; Η πολιτική είναι προσφορά και ζήτηση, αγαπητοί φίλοι. Ό,τι ζητάει ο ψηφοφόρος, αυτό σπεύδει να προσφέρει ο ψηφοθήρας. Είναι δυνατόν σε ένα τόσο ανόητο κοπάδι ψηφοφόρων να βρεθεί πολιτικός που θα διεκδικήσει την ψήφο με ορθολογικά, νηφάλια και τεκμηριωμένα επιχειρήματα; Όταν έρθει η ώρα της κάλπης, ούτε ο ίδιος δεν θα ψηφίσει τον εαυτό του. Είναι σαν να προσπαθεί μια αλυσίδα ταχυφαγείων να κερδίσει μερίδιο αγοράς σε μια χώρα κρεατοφάγων, λανσάροντας ένα μενού με μαρούλια και καρότα. Όσο για το μαζικά καταδικασθέν «μαζί τα φάγαμε», ξέρουν άραγε οι αγανακτισμένοι Έλληνες ποια ήταν η κατανομή των δαπανών του προϋπολογισμού π.χ. το 2010; Ξέρουν ότι πάνω από 62% των δαπανών πήγε σε μισθούς και συντάξεις, ενώ άλλο ένα 18% πήγε σε πληρωμή τόκων, δηλαδή στην εξυπηρέτηση δανείων που είχαν συναφθεί σε προηγούμενες χρήσεις πάλι για την κάλυψη μισθών και συντάξεων; Τα δανεικά μοιράστηκαν συνεπώς με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στους ψηφοφόρους, καθιστώντας τους συνυπεύθυνους για τη χρεοκοπία που ακολούθησε. Ακόμα και χωρίς σκάνδαλα στις προμήθειες του Δημοσίου, χωρίς υπερτιμολογήσεις νοσοκομειακού υλικού και δημοσίων έργων, χωρίς Ολυμπιακούς Αγώνες, χωρίς Τσοχατζόπουλους και γερμένα υποβρύχια, το δημόσιο χρέος μας θα ήταν και πάλι τεράστιο. Γιατί, πολύ απλά και πολύ κοφτά, πάνω από τα 2/3 του σημερινού μας χρέους αφορά τους μισθούς και τις συντάξεις της μεταπολίτευσης. Και ας μην σπεύσουν κάποιοι να αντιλέξουν ότι οι μισθοί και οι συντάξεις στην Ελλάδα ήταν και είναι χαμηλοί συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το ζήτημα δεν είναι η σύγκριση με τις άλλες χώρες, αλλά με τις παραγωγικές δυνατότητες της δικής μας οικονομίας. Αν δεν ήταν υψηλότεροι από τις δυνατότητες της οικονομίας, απλούστατα δεν θα είχαμε χρέος.

     5
     Πώς μπορεί να ζήσει κανείς αξιοπρεπώς με 600 ή με 800€; Δεν είναι απάνθρωπο και ανήθικο ένα μνημόνιο που εξαθλιώνει τους πολίτες;

Δεκτό, αλλά ποιος μας είπε ότι το ύψος των μισθών καθορίζεται από τους νόμους της Βουλής και όχι από τους νόμους της οικονομίας; Από πού ακούσαμε ότι ο πλούτος μιας κοινωνίας παράγεται μέσω της μισθολογικής πολιτικής της κυβέρνησης και όχι μέσω της εντατικής και αποδοτικής αξιοποίησης των παραγωγικών συντελεστών; Αν ήταν έτσι, το πρόβλημα της φτώχειας θα είχε λυθεί εν μία νυκτί. Θα αρκούσε η Βουλή να ψηφίσει μια τεράστια αύξηση στους μισθούς και τις συντάξεις και το επόμενο πρωί όλοι θα κολυμπούσαμε στην ευημερία. Και μιας και τη βρήκαμε τη συνταγή, ας μην την κρατάμε για τον εαυτό μας. Ας αποκαλύψουμε το μυστικό της ευημερίας και στους άλλους λαούς, να μην παιδεύονται χωρίς λόγο. Άραγε όταν παίρναμε αυξήσεις 4% κάθε χρόνο (και γκρινιάζαμε γιατί μας είχαν τάξει 5%), ήταν γιατί είχε αυξηθεί η παραγωγή στα χωράφια μας ή τα εργοστάσιά μας κατά 4% ή μήπως γιατί απλώς φορτώναμε στις πλάτες των παιδιών και εγγονών μας λίγα δανεικά ακόμα; Από όλους αυτούς που κλείνουν με τρακτέρ και φορτηγά τους δρόμους, που διαδηλώνουν ανά δύο μέρες στην Ομόνοια, που βάζουν λουκέτο στην Ακρόπολη και κρεμούν πανό από τον ιερό βράχο ή που εμποδίζουν τα κρουαζιερόπλοια να δέσουν στον Πειραιά, προσπαθώντας να αποσπάσουν εκβιαστικά όσο το δυνατόν μεγαλύτερα κομμάτια της εισοδηματικής πίτας, αναρωτήθηκε ποτέ κανείς τους πώς και από ποιον φτιάχνεται αυτή η πίτα; Συνειδητοποίησε ποτέ κανείς από τους διαρκώς επαναστατημένους και εξεγερμένους συνδικαλιστές ότι με τις πράξεις τους απλώς μειώνουν κι άλλο την πίτα και θα καταλήξουν στο τέλος να διεκδικούν μερίδιο από το απόλυτο τίποτα; Σε τελική ανάλυση, καθίσαμε ποτέ να σκεφθούμε τι είναι άραγε αυτό που επιτρέπει στο μισθωτό π.χ. της Αυστρίας να απολαμβάνει αποδοχές 3.000€ το μήνα, την ίδια ώρα που ο Έλληνας συνάδελφός του παλεύει με 800€; Μήπως επειδή οι Αυστριακοί εργαζόμενοι είναι πιο φιλομαρξιστές και απεργούν περισσότερο; Μήπως επειδή οι συνδικαλιστές τους είναι πιο εκβιαστές και αδίστακτοι από τους δικούς μας και έτσι εξασφαλίζουν υψηλότερους μισθούς; Μήπως επειδή η Βιέννη είναι κάθε μέρα απροσπέλαστη λόγω διαδηλώσεων, αντί για κάθε δύο μέρες σαν την Αθήνα; Ή μήπως επειδή η Αυστρία είναι μια τυχερή χώρα όπου τα σύννεφα βρέχουν λεφτά; Μάλλον τίποτα από αυτά. Δεδομένου ότι στην Αυστρία έχει να γίνει μεγάλη απεργία εδώ και χρόνια και ότι όλες οι χημικές αναλύσεις έδειξαν ότι η βροχή στις Άλπεις είναι σκέτο νεράκι, κάποιον άλλο δρόμο πρέπει να βρήκαν οι πολίτες της προς την ευημερία. Ας τον αναζητήσουμε λοιπόν και ας αφήσουμε στη ντουλάπα τα πλακάτ και τις ντουντούκες.

6
Μήπως είναι ευκαιρία για την Ελλάδα, αποκηρύσσοντας το μνημόνιο, να αποτελέσει την κοιτίδα της επανάστασης των λαών της Ευρώπης απέναντι στην ολιγαρχία των τραπεζών και τη βαρβαρότητα του καπιταλισμού;

Εντάξει fans του Τσε Γκεβάρα, χαλαρώστε λιγάκι. Αφήνοντας για λίγο στην άκρη την κατ’ ουσία σύγκριση του καπιταλισμού με τα λοιπά οικονομικο-πολιτικά συστήματα και τους λόγους για τους οποίους η φιλελεύθερη οικονομία της αγοράς έχει ιστορικά αποδειχτεί ως το συντριπτικά επιτυχέστερο μοντέλο οργάνωσης της παραγωγής και ανταλλαγής αγαθών (για το βασικότερο λόγο βλ. «Goodbye Lenin…», 22 Μαρ 2012) και κάνοντας το συνήγορο του διαβόλου, ας αποδεχτούμε καταρχήν ότι η μετατροπή της Ελλάδος σε σοσιαλιστικό παράδεισο είναι μια πολύ όμορφη ιδέα. Πρέπει όμως να μας θυμίσει κάποιος ότι ο ίδιος ο Lenin, αμέσως μετά την έκρηξη της Οκτωβριανής Επανάστασης, είχε ομολογήσει ότι η νέα κομμουνιστική Ρωσία θα μπορούσε να επιβιώσει και να ολοκληρώσει το δρόμο προς το σοσιαλισμό μόνο αν η επανάσταση εξαπλωνόταν γρήγορα και στον υπόλοιπο κόσμο. Είχε μάλιστα προβλέψει, ότι ένα κομμουνιστικό νησί σε μια καπιταλιστική θάλασσα δεν είχε καμία ελπίδα και θα βυθιζόταν ταχύτατα. Και όλα αυτά για μια χώρα με το αχανές μέγεθος της Ρωσίας και τις αστείρευτες πλουτοπαραγωγικές πηγές της. Η ιστορία επιβεβαίωσε το Λένιν, ενώ εξίσου εύγλωττα είναι τα πιο πρόσφατα παραδείγματα της Κούβας και της Βόρειας Κορέας. Με αυτά τα δεδομένα, τι ακριβώς μπορεί να προσδοκά η τοσοδούλικη Ελλάδα, κάνοντας τη δική της Οκτωβριανή Επανάσταση στις 17 Ιουνίου; Ότι θα ξυπνήσει τους λαούς από το λήθαργο της αστικής ιδεοληψίας και θα ηγηθεί μιας παγκόσμιας πορείας προς το σοσιαλισμό; Επιτέλους, έλεος!!! Ακούμε τι λέμε σε αυτή τη χώρα; Είναι νομοτελειακά βέβαιο ότι θα καταρρεύσουμε μέσα σε λίγες εβδομάδες και μετά θα ικετεύουμε το διεθνές σύστημα να μας ξαναδεχτεί πίσω. Έχουμε ήδη πετύχει να βρισκόμαστε εκτός των ροών του παγκόσμιου εμπορίου και των άμεσων ξένων επενδύσεων. Το μόνο ακόμα που μπορούμε να πετύχουμε είναι να διαγραφούμε παντελώς από τον παγκόσμιο χάρτη, ως μια ξεκαρδιστική γραφική περίπτωση χώρας που προτίμησε την εξαθλίωση από την προσαρμογή στα δεδομένα του παγκόσμιου ανταγωνισμού και του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας.

7
Γιατί να εφαρμόσουμε το μνημόνιο, από τη στιγμή που η μέχρι τώρα εφαρμογή του αποδείχτηκε καταστροφική, χωρίς μάλιστα να πετύχει τους δημοσιονομικούς στόχους που είχαν τεθεί;

Το ερώτημα αυτό ίσως είναι το πιο λογικό από όσα διατυπώνονται περί μνημονίου και είναι το κυριότερο επιχείρημα των πιο συνετών και λιγότερο «ριζοσπαστικών» πολιτικών δυνάμεων, π.χ. της Νέας Δημοκρατίας, που στήριξε την κριτική της σε αυτό ακριβώς το σημείο. Εκ πρώτης ο προβληματισμός μοιάζει εύλογος. Η άποψη αυτή λέει καταρχήν ΟΚ, να δεχτούμε το μνημόνιο, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι αυτό θα έχει αποτελέσματα. Δυο χρόνια τώρα, όμως, παρά τις απανωτές περικοπές μισθών και συντάξεων και τις συνεχείς αυξήσεις της φορολογίας, το έλλειμμα είναι σταθερά υψηλό και το μόνο που προέκυψε είναι μια βαθύτατη ύφεση και ένα καλπάζον δημόσιο χρέος, την ώρα που υποτίθεται ότι προσπαθούσαμε να το μειώσουμε και να το καταστήσουμε βιώσιμο. Ποιο το νόημα λοιπόν να συνεχιστεί η πολιτική της εξαθλίωσης, αν, αντί να βελτιώσει, αντιθέτως επιδεινώνει τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας;

Η άποψη αυτή λέει μισές αλήθειες και παραβλέπει καίρια ζητήματα αφενός του τρόπου με τον οποίο το μνημόνιο εφαρμόστηκε στην πράξη, αφετέρου του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η πραγματική οικονομία. Ως προς τον τρόπο εφαρμογής του μνημονίου, για όσους λίγους μπήκαν στον κόπο να το διαβάσουν (σε αντίθεση π.χ. με τον κ. Χρυσοχοϊδη), τα όσα εφαρμόστηκαν από την κυβέρνηση Παπανδρέου ελάχιστη σχέση είχαν με αυτά που προέβλεπε το μνημόνιο. Οι πολυθρύλητες και χιλιοτραγουδισμένες διαρθρωτικές αλλαγές (π.χ. απελευθέρωση αγοράς ενέργειας, άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων, ιδιωτικοποίηση ΔΕΚΟ, απλοποίηση του φορολογικού συστήματος, κωδικοποίηση της νομοθεσίας, επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης, άρση αντικινήτρων στις επενδύσεις, διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας, καταστολή της τερατώδους γραφειοκρατίας κτλ) έμειναν ευσεβείς πόθοι. Όσες λίγες αλλαγές νομοθετήθηκαν υπό την πίεση της εκταμίευσης των δόσεων του δανείου, έμειναν μόνο στα χαρτιά, εξαπατώντας την τρόικα και κλείνοντας το μάτι στις εγχώριες συντεχνίες και τη συνδικαλιστική παρασιτοκρατία που κυβερνά τον τόπο. Ανοιχτές πληγές σπατάλης του Δημοσίου έμειναν ανέγγιχτες, την ίδια ώρα που όλο το βάρος έπεσε σε μισθούς, συντάξεις και κυρίως στο πρόγραμμα των δημοσίων επενδύσεων. Είναι σαν να υποβάλλουμε έναν παχύσαρκο σε δίαιτα, συνιστώντας του μείωση της πρόσληψης θερμίδων (=μείωση δημοσίων δαπανών) και εντατική άσκηση (=διαρθρωτικές αλλαγές), και αυτός την εφαρμόζει κόβοντας μόνο τις χρήσιμες τροφές (=δημόσιες επενδύσεις), συνεχίζοντας να τρώει ό,τι σαβούρα βρίσκει μπροστά του (=σπατάλες του Δημοσίου) και τεμπελιάζοντας ολημερίς στον καναπέ (=ουδεμία διαρθρωτική αλλαγή). Είναι δυνατόν να έρθει μετά και να παραπονεθεί ότι δεν χάνει βάρος (=ότι δεν μειώνεται το έλλειμμα); Ως προς τον τρόπο λειτουργίας της πραγματικής οικονομίας, πρέπει να λάβουμε υπόψιν ότι όλα τα εγχειρίδια μακροοικονομίας από το ’70 και μετά τονίζουν μια πολύ σπουδαία παράμετρο της οικονομικής δραστηριότητας: τις προσδοκίες των οικονομικών δρώντων (καταναλωτών και επιχειρήσεων). Αν αρκεστούμε στις 3 βασικές συνιστώσες του ΑΕΠ, ήτοι την ιδιωτική κατανάλωση, την ιδιωτική επένδυση και τις δημόσιες δαπάνες (κρατική κατανάλωση και επένδυση, χωρίς δηλαδή τις μεταβιβαστικές πληρωμές), διαπιστώνουμε τα εξής: Ως προς τις δημόσιες δαπάνες, αυτές περιεστάλησαν δραματικά, με το μεγαλύτερο μαχαίρι να μπαίνει – όπως είπαμε παραπάνω – στο πιο χρήσιμο κομμάτι τους, τις δημόσιες επενδύσεις (βλ. π.χ. τα μεγάλα συγχρηματοδοτούμενα έργα αυτοκινητοδρόμων). Ως προς την ιδιωτική κατανάλωση, είναι πλέον οικονομετρικά αποδεδειγμένη η επίδραση όχι τόσο του τρέχοντος όσο κυρίως του προσδοκώμενου εισοδήματος στο επίπεδο της τρέχουσας δαπάνης του καταναλωτή. Αν λάβει κανείς υπόψιν όχι μόνο τις μειώσεις που υπέστη το εισόδημα των καταναλωτών, αλλά πρώτιστα τον τρόπο με τον οποίο έγιναν οι μειώσεις αυτές (απανωτές μειώσεις κάθε λίγο και λιγάκι, που κάθε φορά άφηναν παράθυρο για ακόμα μεγαλύτερες μειώσεις στο μέλλον), αντιλαμβάνεται ότι δεν υπήρχε χειρότερη συνταγή για την καταβαράθρωση της καταναλωτικής ψυχολογίας, από αυτόν τον αργό θάνατο του βλέποντας και κάνοντας. Τα μέτρα αυτά αποδίδουν όταν λαμβάνονται βιαίως, μια και έξω, αρκεί ο εκάστοτε πολιτικός ηγέτης να έχει το σθένος και την τόλμη να εξηγήσει στους πολίτες ότι με τον τρόπο αυτό η οικονομία γρήγορα θα επανακάμψει και οι πληγές τους θα επουλωθούν. Αντίθετα η κυβέρνηση Παπανδρέου, ζαρωμένη υπό το φόβο του πολιτικού κόστους, σερνόταν κάθε τρεις μήνες σε ολοένα πιο επώδυνες περικοπές, απολύτως αδύναμη και απρόθυμη να εξηγήσει στους πολίτες εξαρχής πώς είχε η κατάσταση και τι έπρεπε να γίνει. Σε κάθε εκταμίευση παιζόταν το ίδιο κακόγουστο θέατρο, με την κακή τρόικα που πίεζε και τους καλούς πολιτικούς που προσπαθούσαν δήθεν να υπερασπιστούν το λαό από αυτές τις πιέσεις. Και ανάμεσά τους βρισκόταν ο καταναλωτής, που δεν γνώριζε τι του ξημέρωνε και διαπίστωνε ότι βούλιαζε ολοένα και περισσότερο ο πάτος του βαρελιού. Τέλος, ως προς την ιδιωτική επένδυση, η ψυχολογία της αγοράς και οι εκτιμήσεις για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας είναι αυταπόδεικτα παράγοντες-κλειδιά της επενδυτικής δραστηριότητας. Σε όλες τις παθογένειες και τα αντικίνητρα που είχε να αντιμετωπίσει ούτως ή άλλως ένας ιδιώτης επενδυτής στην Ελλάδα, προστέθηκε (πέραν της πρωτοφανούς έλλειψης ρευστότητας) μια τρομακτική αβεβαιότητα για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας. Δεν υπάρχει χειρότερο σενάριο για έναν επενδυτή από τη μη προβλεψιμότητα της επένδυσής του. Με ποια δεδομένα να προϋπολογίσει τις χρηματοοικονομικές του ροές και να καταρτίσει ανάλυση κόστους-οφέλους, με ποια κριτήρια να αξιολογήσει το ρίσκο που αναλαμβάνει, με ποιες παραδοχές να εκτιμήσει έστω και προσεγγιστικά το τελικό αποτέλεσμα της επένδυσής του; Έφτασε τους τελευταίους μήνες σε σημείο να μη γνωρίζει καν σε ποιο νόμισμα θα συναλλάσσεται στο άμεσο μέλλον. Υπό τα δεδομένα αυτά, η καθίζηση των ιδιωτικών επενδύσεων την τελευταία 3ετία μόνο έκπληξη δεν μπορεί να προκαλέσει. Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι και οι 3 βασικές συνιστώσες του ΑΕΠ επλήγησαν βάναυσα από την οικονομική πολιτική που εφαρμόστηκε, όχι τόσο από τα ίδια τα μέτρα, όσο από τον τρόπο που ελήφθησαν, ο οποίος με τα ημίμετρα και τις παλινωδίες διέλυσε τις καταναλωτικές και επιχειρηματικές προσδοκίες και βύθισε την οικονομική δραστηριότητα στο χειρότερο εφιάλτη κάθε οικονομίας: την αβεβαιότητα. Είναι επομένως τουλάχιστον ανεδαφικό να κατηγορούμε το μνημόνιο για την ύφεση, τη στιγμή που εφαρμόσαμε ένα μικρό μόνο κομμάτι του (το κατεξοχήν υφεσιακό), και αυτό με το χειρότερο δυνατό για την οικονομία τρόπο. Είναι πραγματικά ανατριχιαστικό, το ότι κάναμε ό,τι ακριβώς χρειαζόταν για να πετύχουμε τη βαθύτερη δυνατή ύφεση και ακολούθως βγαίνουμε και κατηγορούμε την τρόικα ότι δήθεν στραγγάλισε την οικονομία και δεν της έδωσε αναπτυξιακή προοπτική. Το σφάλμα της τρόικας ήταν ότι έπρεπε να μας κόψει τη χρηματοδότηση ήδη από την πρώτη δόση και να μας σουτάρει από εκεί που ήρθαμε, γιατί ήταν από την αρχή φανερό ότι δεν ήμασταν διατεθειμένοι να εφαρμόσουμε τίποτα απολύτως από τις πραγματικές μεταρρυθμίσεις που περιελάμβανε το πρόγραμμα.

Στην Ελλάδα της κρίσης ολοένα περισσότεροι νέοι άνθρωποι αποφασίζουν να την εγκαταλείψουν κατευθυνόμενοι στους πάλαι ποτέ παραδοσιακούς πόλους έλξης Ελλήνων μεταναστών, ωστόσο η πρώτη που εγκατέλειψε αυτή την όμορφη ηλιόλουστη χώρα είναι η κοινή λογική και μάλλον δεν προτίθεται να επιστρέψει σύντομα. Οι αγέλες των ψηφοφόρων έχουν εθιστεί τόσο πολύ στο λαϊκισμό και στην ομαδική παράκρουση, που είναι έτοιμες να δεχτούν τις πλέον ανόητες, εξωφρενικές και επικίνδυνες απόψεις και λύσεις, αρκεί αυτός που τις προτείνει να γνωρίζει την τέχνη της δημαγωγίας. Ο κος Τσίπρας για παράδειγμα (και κάποια στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό) δεν έχει την παραμικρή ιδέα από οικονομία, αλλά είναι εδώ για να πει στο λαό αυτά που θέλει να ακούσει, και ας γνωρίζει (αν το γνωρίζει) ότι καταστρέφει τη χώρα ήδη με τα λόγια του, πόσο μάλλον αν επιχειρήσει να εφαρμόσει στην πράξη τα όσα γελοία ευαγγελίζεται. Από τη φύση του κάθε άνθρωπος πείθεται πολύ ευκολότερα από επιχειρήματα που του είναι ευχάριστα, ακριβώς γιατί η ικανοποίηση που νιώθει μειώνει την ανάγκη του να τα υποβάλει σε αυστηρό έλεγχο με τους κανόνες της λογικής. Ας κάνουμε μια προσπάθεια να ελευθερωθούμε από αυτή την παγίδα και να σκεφθούμε για μια έστω φορά με ορθολογικό και ψύχραιμο τρόπο. Ίσως να μην έχουμε άλλη ευκαιρία.

Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

Μεταξύ Καμμένων και Πικραμένων


Συχνά λέγεται με περισσή ελαφρότητα ότι σε μια δημοκρατία η λαϊκή ετυμηγορία είναι υπεράνω κριτικής. Ένας κυρίαρχος λαός μπορεί να θέλει ό,τι θέλει, αρκεί πραγματικά να το θέλει. Η λαϊκή βούληση αποτελεί το μέτρο αξιολόγησης όλων των άλλων αποφάσεων, συνεπώς θα ήταν άτοπο και αντιφατικό να καταστεί και η ίδια αντικείμενο κριτικής, γιατί τότε θα έπρεπε να αναζητηθεί ένα άλλο μέτρο αξιολόγησης, υπέρτερο αυτής, βάσει του οποίου θα κρινόταν και η ίδια. Στη δημοκρατία όμως τέτοιο υπέρτερο μέτρο δεν μπορεί - υποτίθεται - να υπάρξει και η τυχόν αναζήτησή του θα οδηγούσε σε επικίνδυνες ατραπούς, καθώς θα έθετε σε ευθεία αμφισβήτηση τη λαϊκή κυριαρχία. Η λαϊκή ετυμηγορία μπορεί λοιπόν να είναι πολλά πράγματα - γνήσια ή νοθευμένη, κατανοητή ή ακατανόητη -  ποτέ όμως σωστή ή λάθος. Είναι αυτή που είναι και η συζήτηση τελειώνει εκεί. Κι όμως, η συζήτηση εκεί ακριβώς θα έπρεπε να αρχίσει.

Η άποψη περί ασυλίας της λαϊκής ετυμηγορίας στην κριτική μπερδεύει δύο διαφορετικά πράγματα: την τυπική πηγή της νομιμοποίησης της εξουσίας με τα ουσιαστικά κριτήρια ορθότητας των αποφάσεων του λαού. Δεδομένου ότι οι έννοιες της νομιμοποίησης και της ουσιαστικής ορθότητας εξετάστηκαν σε προηγούμενο άρθρο («Η παρανόηση της πλειοψηφίας», 30 Οκτ 2011), θα επισημανθεί εδώ ένα άλλο στοιχείο αυτών των αποφάσεων. Από τη στιγμή που οι αποφάσεις του λαού ενέχουν το στοιχείο της επιλογής, είναι αδιανόητο να τις θεωρήσουμε υπεράνω κριτικής. Οποιοσδήποτε απολαμβάνει ένα οσοδήποτε μικρό ή μεγάλο περιθώριο απόρριψης κάποιων επιλογών και πρόκρισης άλλων, οποιοσδήποτε δηλαδή έχει έστω στοιχειώδη ελευθερία επιλογής, καθίσταται αυτοδίκαια αντικείμενο κριτικής για τις επιλογές του και πρέπει να είναι πάντα έτοιμος να εξηγήσει (στους άλλους αλλά κυρίως στον ίδιο του τον εαυτό) γιατί επέλεξε ό,τι επέλεξε. Από κανέναν δεν μπορούν να αξιωθούν εξηγήσεις ή ευθύνες για το ότι είναι κοντός ή ψηλός, ξανθός ή μελαχροινός, Έλληνας ή Γερμανός ή Μογγόλος, γιατί πρόκειται για στοιχεία για τα οποία δεν είχε περιθώριο να διαλέξει έτσι ή αλλιώς. Μπορούν όμως να αξιωθούν εξηγήσεις ή ευθύνες για το ότι οδηγούσε μεθυσμένος ή για το ότι πέταξε το τσιγάρο από το παράθυρο και λαμπάδιασε το πευκοδάσος που ήταν δίπλα στο δρόμο. Και ασφαλώς μπορούν να αξιωθούν εξηγήσεις ή ευθύνες για το τι διάλεξε πίσω από το παραβάν ενός εκλογικού τμήματος. Όλα αυτά είναι επιλογές του, είναι αποτελέσματα στάθμισης εναλλακτικών λύσεων, είναι κάθε φορά μία από τις πολλές πιθανές καταλήξεις μιας διαδικασίας ανοιχτής στο τέρμα της και όχι νομοτελειακά προαποφασισμένης. Σωστό ή λάθος μπορεί να μην υπάρχει λοιπόν στην πανσέληνο ή στην καταιγίδα ή στο χρώμα των ματιών ενός νεογέννητου παιδιού, υπάρχει όμως σίγουρα στην κάλπη μιας δημοκρατίας

Η ελευθερία επιλογής (πρέπει να) συμβαδίζει με την ευθύνη: δεν μπορείς να διεκδικείς την πρώτη και να αποποιείσαι τη δεύτερη. Ο "καταλογισμός ευθυνών" για το αποτέλεσμα μιας κάλπης δεν είναι μόνο συλλογικός, είναι κατεξοχήν ατομικός. Η προσέγγιση του λαού ως ενός συλλογικού υποκειμένου με εκατομμύρια κεφάλια (ή κανένα κεφάλι) δεν αναιρεί την κριτική και την ευθύνη των επιλογών του κάθε πολίτη. Δεν υπάρχει χειρότερη πλάνη και πιο επικίνδυνος λαϊκισμός από την ιδέα ότι σε ένα νεφελώδες συλλογικό υποκείμενο - όπως το εκλογικό σώμα - δεν νοείται εξατομίκευση της ευθύνης ή ότι εν πάση περιπτώσει η ευθύνη αυτή διαχέεται και τελικά απορροφάται από τη συλλογικότητα και εξαφανίζεται. Αυτό που συμβαίνει είναι ακριβώς το αντίθετο: Οι ατομικές επιλογές του πολίτη στη δημοκρατία τον βαραίνουν με ακόμα μεγαλύτερη ευθύνη, γιατί αντανακλούν τελικά και σε όλους τους συμπολίτες του. Δεν αρκεί λοιπόν ο καθένας να σταθμίζει ορθολογικά και βασανιστικά τις επιλογές του από την ατομική οπτική γωνία, αλλά χρειάζεται σε ένα δεύτερο επίπεδο να υπερβαίνει την ατομική προσέγγιση και να σκέφτεται με όρους κοινού συμφέροντος. Γι’ αυτό και η δημοκρατία είναι το εκπληκτικότερο αλλά και το δυσκολότερο πολίτευμα.

Η αποδοχή των παραπάνω μας ανοίγει το δρόμο να εξετάσουμε κριτικά τη λαϊκή ετυμηγορία στην πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση. Στις εκλογές λοιπόν της 6ης Μαΐου ο ελληνικός λαός απέδειξε ότι δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος της δημοκρατίας. Φτηνοί πολιτικάντηδες και ανίδεοι δημοσιογραφίσκοι δηλώνουν καθημερινά από τηλεοράσεως ότι όλοι οφείλουν να κατανοήσουν το μήνυμα των εκλογών και να κινηθούν στην κατεύθυνση που υπέδειξε ο πάνσοφος λαός. Ποιο ήταν όμως το μήνυμα των εκλογών; Ήταν δήθεν η καταδίκη του μνημονίου; Ήταν τάχα η επιταγή για αριστερή διακυβέρνηση; Ήταν ενδεχομένως η ανάγκη για κυβέρνηση συνεργασίας; Δ: Τίποτα από τα παραπάνω. Γιατί το μήνυμα ήταν απλούστατα ότι ο πάνσοφος(;) λαός στις τελευταίες εκλογές ξεγυμνώθηκε πια εντελώς και απέδειξε με τον πιο βροντερό τρόπο τη ρηχότητά του, την άγνοιά του, την ημιμάθειά του, την ανοησία του, τη φαυλότητά του, την παρακμή του, την αθλιότητά του, τη μιζέρια του, την υποκρισία του, τον παραλογισμό του, τις αντιφάσεις του, τους εγωισμούς του, τη δειλία του, την αναξιοπρέπειά του, εν τέλει την πολιτική και πολιτισμική του κατάντια

Αν υπήρχε στην αρχή αυτής της κρίσης μια ελπίδα να ταρακουνηθούμε επιτέλους από το μεταπολιτευτικό βούρκο του λαϊκισμού, του κρατισμού και του παρασιτισμού, πλέον είναι φρικιαστικά πασιφανές ότι ο βούρκος αυτός μας αρέσει, μας ταιριάζει, μας αξίζει. Πέρυσι τέτοιον καιρό στήναμε αντίσκηνα έξω από τη Βουλή και παριστάναμε τους αγανακτισμένους πολίτες για τα ψέματα που μας έλεγαν επί 30 χρόνια τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας. Και μόλις αντιληφθήκαμε ότι χάρη στις εξωτερικές πιέσεις τα κόμματα αυτά δεν μπορούν – αν και θα το ήθελαν – να συνεχίσουν να μας σερβίρουν ψέματα με τον ίδιο ρυθμό, ψάξαμε και βρήκαμε αμέσως καινούριους και άφθαρτους προμηθευτές αυταπάτης και ψευδαισθήσεων. Τσίπρας, Καμμένος, Κουβέλης και λοιποί νεοφώτιστοι εθνοσωτήρες πήραν τη σκυτάλη στον ολοένα και πιο απότομο κατήφορο προς τον όλεθρο, αποδεικνύοντας ότι η διάβρωση που έχει επιφέρει ο λαϊκισμός είναι χωρίς επιστροφή. Οι φωνές της λογικής έχουν πια γίνει ψίθυρος που πνίγεται από τις κραυγές του μαινόμενου αφιονισμένου όχλου, μάγισσες και χαρτορίχτρες της πολιτικής ετοιμάζονται να αναλάβουν κυβερνητικά χαρτοφυλάκια, αλαλάζοντες ψηφοφόροι χορεύουν γύρω από πελώριες φλόγες λαϊκισμού και ανοησίας ψάλλοντας σοσιαλιστικές μπαρούφες και περιμένοντας να βρέξει λεφτά από τον ουρανό όπως παλιά. Και κάπου εκεί, πίσω από τους καπνούς, ο Ανδρέας Παπανδρέου μπορεί να μας αγναντεύει ήσυχος και ευτυχισμένος που βλέπει να φυτρώνουν και να θεριεύουν τα ζιζάνια της μαρξιστικο-λαϊκο-επανασταστικής αποχαύνωσης που έσπειρε στην ελληνική κοινωνία.

Κατά το σύντροφο Τσίπρα και τους ομοϊδεάτες του, ο λαός την 6η Μαΐου κατάφερε ένα πρώτο αποφασιστικό χτύπημα στους δανειστές, τους καπιταλιστές, τους τραπεζίτες, τους τροϊκανούς, τους διεθνείς συνωμότες, τους σιωνιστές, τους ιμπεριαλιστές και όλους όσοι τέλος πάντων φταίνε για την κατάστασή μας. Τον επιβεβαίωσαν τα συνδικάτα της Βενεζουέλας, που του απέστειλαν την περασμένη εβδομάδα συγχαρητήρια επιστολή. Όταν όμως ο σύντροφος Τσίπρας και όσοι τον ψήφισαν αντιληφθούν ότι το αίμα που βλέπουν να τρέχει δεν είναι του διεθνούς κεφαλαίου ή της κας Μέρκελ αλλά το δικό μας, θα είναι ήδη πολύ αργά. Στην ύστατη στιγμή της κατάρρευσης, τη στιγμή που θα έπρεπε επιτέλους να συνειδητοποιήσουμε το πού μας οδήγησαν 3 δεκαετίες ανεξέλεγκτου κρατισμού, κομματοκρατίας, συνδικαλιστικής αλαζονείας και δαιμονοποίησης του καπιταλισμού και της επιχειρηματικότητας, εμείς αναδεικνύουμε σε νέο πολιτικό αστέρα έναν απεχθή δημαγωγό και σε κυρίαρχη (σχεδόν) πολιτική δύναμη ένα κόμμα που προτείνει μεταξύ άλλων τις εξής εκπληκτικές λύσεις: επανακρατικοποίηση του ΟΤΕ και της Ολυμπιακής (!), αξιοποίηση (=δήμευση) των καταθέσεων από το κράτος (!), φορολόγηση του τζίρου των επιχειρήσεων (!), προσλήψεις 100.000 δημοσίων υπαλλήλων (!) και άλλα τέτοια ευφάνταστα. Τέτοιες εξαγγελίες ήταν γραφικές και ακίνδυνες όταν ο ΣΥΡΙΖΑ πάλευε να μπει στη Βουλή, όμως σήμερα - χάρη στην ψήφο του πάνσοφου ελληνικού λαού - αποτελούν κυβερνητική πρόταση σε μια χρεοκοπημένη οικονομία. Επί 3 δεκαετίες πίναμε γουλιά γουλιά το δηλητήριο της κρατικίστικης παρασιτοκρατίας, της γραφειοκρατικής παράνοιας και της αποσάρθρωσης του παραγωγικού μας ιστού. Και τώρα, στο πιο κρίσιμο σημείο, που τα συμπτώματα της δηλητηρίασης επιδεινώνονται ραγδαία και έχουμε την ύστατη ευκαιρία να σταματήσουμε να πίνουμε το δηλητήριο, έρχεται κάποιος με ολόκληρο μπουκάλι νέας ενισχυμένης σύνθεσης και εμείς κραυγάζουμε: Άσπρο πάτο!

Έχουμε αυτομαχαιρωθεί πολλές φορές τον τελευταίο καιρό χτυπώντας αόρατους εχθρούς. Την 6η Μαΐου καταφέραμε τη μοιραία(;) μαχαιριά. Ο έτερος αυτοχρισμένος πατριώτης - λαϊκός ηγέτης - εθνοσωτήρας Καμμένος και οι δικοί του ομοϊδεάτες μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι και δικαιωμένοι: αυτομαχαιρωθήκαμε ελεύθερα και δημοκρατικά, με το κεφάλι ψηλά, αδέσμευτοι από ξένους εκβιασμούς και πιέσεις, περήφανοι και αγέρωχοι, όπως αρμόζει σε Ανεξάρτητους Έλληνες

Όπως όλα τα πολύπλοκα και απαιτητικά εργαλεία, έτσι και η δημοκρατία προϋποθέτει καλή μελέτη των οδηγιών χρήσης. Αν μπαίναμε στον κόπο να τις διαβάσουμε, θα βλέπαμε να αναγράφεται στη συσκευασία με μεγάλα γράμματα: Προσοχή, να φυλάσσεται μακριά από παιδιά, κίνδυνος ατυχήματος. Πόσο μάλλον όταν δεν πρόκειται καν για παιδιά, αλλά για έναν λαό με μυαλό βρέφους. Η δημοκρατία δεν είναι για όλους. Δεν ήταν π.χ. για τη μεσοπολεμική Γερμανία του 1930, που ανέδειξε με δημοκρατικές εκλογές καγκελάριο το Χίτλερ, με όλα τα γνωστά επακόλουθα. Η εξουσία του αυτοκαθορισμού είναι ευλογία, αλλά και κατάρα αν δεν ξέρεις πώς να τη χρησιμοποιήσεις. Ένας λαός ανίκανος να αρθεί στο ύψος των απαιτήσεων και των προδιαγραφών της δημοκρατίας, γεννά τέρατα και είναι επικίνδυνος, πρώτα απ' όλα για τον ίδιο του τον εαυτό. Οι τερατογενέσεις της δημοκρατίας μπορούν να προσλάβουν διάφορες μορφές, ανάλογα πάντα με τα χαρακτηριστικά του εκάστοτε λαού και φυσικά με τα δεδομένα της εκάστοτε ιστορικής συγκυρίας. Έτσι π.χ. η δημοκρατία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας το 1981 γέννησε τον Ανδρέα Παπανδρέου και η δημοκρατία της χρεοκοπημένης Ελλάδας το 2012 κυοφορεί τον Αλέξη Τσίπρα. Δυστυχώς ή ευτυχώς, στις δημοκρατίες οι λαοί είναι ελεύθεροι και να αυτοκτονήσουν. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι μια αυτοκαταστροφική πλειοψηφία παρασέρνει μαζί της στην άβυσσο και όσες τυχόν μειοψηφίες πρόλαβαν να φωνάξουν: Γκρεμός!

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

Goodbye Lenin...

Αν πάρει κανείς τοις μετρητοίς τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων εδώ και μερικές εβδομάδες, θα οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι σχεδόν 1 στους 2 Έλληνες θα εμπιστευόταν την τύχη της χώρας – στην πιο κρίσιμη μεταπολεμικά στιγμή της – σε πολιτικούς ταγούς τύπου Κουβέλη ή Τσίπρα και σε λοιπές λαϊκο-πατριωτικο-επαναστατικές φυσιογνωμίες που ξεφυτρώνουν πλέον κάθε δύο μέρες σαν τα μανιτάρια στην προεκλογική αρένα. Θα μπορούσε βέβαια να υποθέσει κανείς ότι πρόκειται για μια εύλογα αναμενόμενη ψήφο διαμαρτυρίας ή ότι τα λεγόμενα μικρά κόμματα πάντα υπερεκτιμούνταν δημοσκοπικά ή ότι η εναλλακτική επιλογή των λεγόμενων μεγάλων κομμάτων αποδείχτηκε ούτως ή άλλως καταστροφική. Παραβλέποντας το γεγονός ότι μια τέτοια ψήφος διαμαρτυρίας μοιάζει με την αντίδραση ενός ασθενούς που αυτοκτονεί νομίζοντας ότι έτσι θα δώσει ένα μάθημα στο γιατρό που απέτυχε στη θεραπεία, πρέπει να τονιστεί ότι αυτές οι αριστερόστροφες τάσεις του εκλογικού σώματος έχουν απήχηση πολύ μονιμότερη από μια απλή συγκυριακή διαμαρτυρία και πολύ ευρύτερη από την κατά καιρούς αποτυπωθείσα στα αποτελέσματα εκλογικών αναμετρήσεων.

Αν διεξαγόταν ένα δημοψήφισμα με ερώτημα ναι ή όχι στον καπιταλισμό και την ελεύθερη οικονομία (τώρα που τα δημοψηφίσματα έχουν γίνει της μόδας με τις χαριτωμενιές του Γ.Α.Π.), το αποτέλεσμα θα ήταν πολύ απογοητευτικό για τον κ Adam Smith και τους λοιπούς πατέρες του οικονομικού φιλελευθερισμού. Η εικόνα του ακόρεστου και αιμοδιψή καπιταλιστή που κυκλοφορεί με ένα χοντρό καλαμάκι και ρουφάει το αίμα του εργάτη και του μισθωτού στοιχειώνει τη φαντασία πολλών ψηφοφόρων και όχι μόνο των ανηκόντων στην παραδοσιακή δεξαμενή των οπαδών του ΚΚΕ. Στη συνείδηση του μέσου Έλληνα ο καπιταλισμός και η ελεύθερη αγορά είναι έννοιες απόμακρες αλλά ταυτόχρονα σατανικές, υπεύθυνες με κάποιον αδιόρατο και υπερφυσικό τρόπο για όλα τα δεινά του κόσμου τούτου. Το αξιοπερίεργο της όλης υπόθεσης είναι ότι αυτή εδώ η χώρα που αποκηρύσσει μετά βδελυγμίας τον καπιταλισμό είναι ίσως η μόνη χώρα της Δύσης που δεν τον έχει γνωρίσει.

Ο κυριότερος λόγος που η Ελλάδα είναι αφιλόξενη για τον καπιταλισμό και την ελεύθερη αγορά (πέρα από τη γραφειοκρατία, τη διαφθορά, την πολυνομία, τη νομοθετική αστάθεια, τη δικαιοδοτική παράλυση και τις λοιπές γνωστές θεσμικές παθογένειες) είναι η απόλυτη διαστρέβλωση των εννοιών της ισότητας, της αλληλεγγύης και της δικαιοσύνης ως βάσεων του κοινωνικού συμβολαίου που θεμελιώνει το συλλογικό βίο κάθε λαού. Η πολιτική-κοινωνική-οικονομική κουλτούρα που καλλιεργήθηκε στη χώρα και κορυφώθηκε από τη δεκαετία του '80 έως σήμερα συνοψίζεται στην αποθέωση της μετριότητας και στη λυσσαλέα πάλη ενάντια στην ατομική επιτυχία. Οικοδομήθηκε έτσι ένα εκπληκτικό σύστημα αντικινήτρων, την ίδια ώρα που η λέξη-κλειδί της ελεύθερης αγοράς είναι το κίνητρο. Είναι γνωστό όσο και εύγλωττο το πείραμα ενός καθηγητή σε αμερικανικό κολέγιο. Συζητώντας με τους φοιτητές του περί οικονομικο-πολιτικών συστημάτων, τους πρότεινε να τους δείξει στην πράξη τη βασική αιτία αποτυχίας του κομμουνισμού. Σε ένα διαγώνισμα λοιπόν, αφού διόρθωσε τα γραπτά, βαθμολόγησε όλους τους φοιτητές με τον ίδιο βαθμό και συγκεκριμένα με το μέσο όρο των επιδόσεών τους. Όλοι λοιπόν είδαν στο γραπτό τους ένα Β και φυσικά όσοι είχαν γράψει για Α απογοητεύτηκαν, ενώ όσοι είχαν γράψει για C έμειναν πολύ ευχαριστημένοι. Στο επόμενο διαγώνισμα οι μεν δεν είχαν πλέον κανένα λόγο να ξενυχτήσουν πάνω από τα βιβλία, αφού όλη η τάξη θα έπαιρνε τον ίδιο βαθμό, οι δε είχαν πλέον περιθώριο να διαβάσουν ακόμα λιγότερο από την πρώτη φορά, αφού δεν θα τους στοίχιζε τίποτα. Ο μέσος όρος των γραπτών ήταν τώρα C. Στο τρίτο διαγώνισμα έγραψαν πια όλοι κάτω από τη βάση και ήταν όλοι δυσαρεστημένοι. Αν και απλουστευτικό, το παράδειγμα δίνει μια σαφή εξήγηση για την αποτυχία του κομμουνιστικού δόγματος και την επιτυχία της ελεύθερης αγοράς. Η άποψη που συνάγει από το παραπάνω παράδειγμα το συμπέρασμα ότι η συνταγή της επιτυχίας ή το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ελεύθερης αγοράς είναι η ανισότητα (συνταγή ή αποτέλεσμα που δεν μπορούν να γίνουν ηθικά ή νομικά αποδεκτά σε μια πολιτισμένη κοινωνία αλληλεγγύης) σφάλλει σε ένα κρίσιμο σημείο: η ανισότητα της ανταμοιβής πρέπει να αποδοκιμάζεται μόνο στο βαθμό που αντανακλά ανισότητα ευκαιριών και όχι ανισότητα προσπάθειας. Στο βαθμό που η προκύψασα ανισότητα αντανακλά διαφορετική προσπάθεια, τότε αποδοκιμαστέα είναι ακριβώς η ισοπεδωτική ισότητα, που εννοεί να ανταμείψει όλους το ίδιο στο όνομα μιας στρεβλής και κατ’ ουσία ανήθικης συλλογικής δικαιοσύνης. Αυτή λοιπόν η ισοπεδωτική ισότητα, που αγκαλιάστηκε από μεγάλες μάζες ψηφοφόρων υπό τις ευλογίες πολιτικών, συνδικαλιστών, ακαδημαϊκών και λοιπών φιλοσόφων του λαϊκισμού, είναι που βυθίζει τη χώρα σε ολοένα χαμηλότερο επίπεδο οικονομικών (και πολιτισμικών) επιδόσεων, ακριβώς όπως οι βαθμολογίες των μαθητών του παραδείγματος.

Είναι λοιπόν εξωφρενικό να κατηγορούμε για την παρακμή μας τον καπιταλισμό, την ώρα που πληρώνουμε ακριβώς την αδυναμία μας να λειτουργήσουμε ως καπιταλιστική οικονομία. Ο παραλογισμός και η υποκρισία περισσεύουν παντού, εκεί όμως που αποθεώνονται είναι στον πολιτικό λόγο της Αριστεράς. Η κα Παπαρήγα και τα λοιπά απολιθώματα του Στάλιν που την περιβάλλουν μιλούν με τρόμο στο λαό για την προοπτική βουλγαροποίησης της Ελλάδας. Ξεχνούν μάλλον ποιος έφταιξε για τη βουλγαροποίηση της ίδιας της Βουλγαρίας. Δεν ήταν η Coca-Cola ούτε το ΔΝΤ, αλλά οι ιδεολογικοί εμπνευστές της κας Παπαρήγα, που στο όνομα του σφυροδρέπανου καταδίκασαν τους λαούς της ανατολικής Ευρώπης σε μισό χαμένο αιώνα φτώχειας, αυταρχισμού και απομόνωσης πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα. Ο κος Τσίπρας και οι λοιποί αναρχο-αριστεριστές της παρέας του μιλούν με αγανάκτηση στο λαό για την προοπτική κινεζοποίησης της Ελλάδας. Ξεχνούν μάλλον και αυτοί ποιος οδήγησε δεκάδες εκατομμύρια Κινέζους στο θάνατο από την πείνα τη δεκαετία του ’60. Δεν ήταν η Goldman Sachs ούτε η κα Μέρκελ, αλλά ο σχεδόν θεοποιημένος ηγέτης Mao Zedong, που στο όνομα της κοινωνικοποίησης της παραγωγής εξαθλίωσε την αχανή κινεζική ύπαιθρο με τα σοσιαλιστικά του πειράματα. Ξεχνούν επίσης ότι από το 1978, που μετά το θάνατο του Mao ο διάδοχός του Deng Xiaoping εγκατέλειψε τις ιδεολογικές αγκυλώσεις του καθεστώτος και άνοιξε την κινεζική οικονομία, η Κίνα βίωσε μια εκπληκτική, μια απίστευτη οικονομική άνοδο και τη μαζικότερη και ταχύτερη μείωση της φτώχειας στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Στην Ελλάδα δεν τολμά κανείς να δηλώσει ανοιχτά υποστηρικτής του οικονομικού φιλελευθερισμού. Σε μια χώρα και σε μια εποχή όπου αποκαλύπτονται με καταιγιστικό ρυθμό σκάνδαλα παράνομου πλουτισμού, η επιδίωξη κέρδους δια της νόμιμης επιχειρηματικής δράσης είναι σχεδόν ποινικό αδίκημα. Ακόμα και όσοι αυτοτοποθετούνται στα δεξιά του πολιτικού φάσματος, πασχίζουν με κάθε τρόπο να ντύσουν την ιδεολογία τους με φανταχτερούς αριστερούς μανδύες, μήπως και κατορθώσουν να διεισδύσουν στη μεγάλη αντι-καπιταλιστική μάζα ψηφοφόρων. Ο μέσος Έλληνας αδυνατεί εν έτει 2012 να αντιληφθεί ή να παραδεχτεί ότι η κύρια πηγή πλούτου και ευημερίας μιας χώρας είναι η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία. Και αυτό γιατί συνήθισε να κερδίζει τα προς το ζην χτυπώντας πόρτες βουλευτικών γραφείων, τοιχοκολλώντας κομματικές αφίσες, κραδαίνοντας πανό στην Πανεπιστημίου και στήνοντας αγανακτισμένα αντίσκηνα στο Σύνταγμα. Γιατί διδάχτηκε ότι αρκεί να κλείσει για λίγες μέρες εθνικές οδούς και λιμάνια για να αρχίσει το ταβάνι να βρέχει λεφτά. Και τώρα που το ταβάνι έπεσε και μας πλάκωσε, ψάχνει να βρει ποιος κακός καπιταλιστής το χτύπησε με τη βαριοπούλα.

Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης δεν κατέρρευσε λοιπόν εξαιτίας του καπιταλισμού ή της παγκοσμιοποίησης ή της Λέσχης Bilderberg ή κάποιας άλλης τρομακτικής διεθνούς συνωμοσίας του μεγάλου κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστών. Κατέρρευσε γιατί αποδόμησε το υγιές σύστημα κινήτρων στο οποίο βασίζεται η ευημερία όλων των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών. Κατέρρευσε γιατί πίστευσε ότι μπορούσε να απολαύσει την ευημερία καπιταλιστικής χώρας παραμένοντας ταυτόχρονα φεουδαρχική σε όρους κοινωνικής και πολιτικής εξέλιξης και σοβιετική σε όρους οικονομικής και διοικητικής δομής. Και δυστυχώς, ακόμα και τώρα που χτύπησε στο παγόβουνο, συνεχίζει να φωνάζει ότι ήταν στραβός ο γιαλός… 

Σάββατο 23 Απριλίου 2011

Ελλάδα – Κούβα, σημειώσατε 2

Πολύς λόγος γινόταν εδώ και δεκαετίες στην Ελλάδα για τομές και ανατροπές στην οργάνωση του κράτους και της οικονομίας, που έμεναν όμως κάθε φορά στη φάση του ευχολογίου και της ανάγνωσης εκθέσεων ιδεών. Να όμως, που την περασμένη εβδομάδα ορισμένες εξαγγελίες για μεταρρυθμίσεις έκαναν το γύρο του κόσμου, με τους ξένους σχολιαστές και δημοσιογράφους να τονίζουν ότι πρόκειται για τις πρώτες χειροπιαστές αλλαγές μετά από δεκαετίες στασιμότητας. Παρατίθενται μεταφρασμένα κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τα σχετικά δημοσιεύματα:
(Economist)
Ο Πρωθυπουργός έχει συχνά εκφράσει την οργή του για τις χρόνιες αναποτελεσματικότητες της χώρας. «Οφείλουμε να εξαλείψουμε μια για πάντα την αντίληψη…», είπε στο Υπουργικό Συμβούλιο, «…ότι είμαστε η μόνη χώρα στον κόσμο όπου κάποιος δεν είναι απαραίτητο να δουλεύει».
(FinancialTimes)
Το συνέδριο του κυβερνώντος κόμματος επικύρωσε ένα πακέτο άνω των 300 οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Προσδιόρισε επίσης τον τρόπο προώθησής τους, ενόψει την αντίστασης από τη γραφειοκρατία και τους πολίτες που ανησυχούν σχετικά με τη σχεδιαζόμενη κατάργηση των επιδοτήσεων σε αγαθά και υπηρεσίες. Οι μεταρρυθμίσεις που εγκρίθηκαν θα απελευθερώσουν τις κρατικές επιχειρήσεις από τις κομματικές διοικήσεις, θα μετακινήσουν περίπου το 20% του εργατικού δυναμικού από το δημόσιο τομέα προς έναν επεκτεινόμενο ιδιωτικό τομέα, θα αφήσουν μεγαλύτερα περιθώρια στις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς και θα αποκεντρώσουν σταδιακά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
(Reuters)
Οι μεταρρυθμίσεις περιλαμβάνουν την κατάργηση άνω του 1 εκατομμυρίου θέσεων στο Δημόσιο μέσα στα επόμενα χρόνια, την περικοπή των επιδοτήσεων, την ενθάρρυνση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, την παροχή μεγαλύτερης αυτονομίας στις κρατικές επιχειρήσεις, την ενθάρρυνση των ξένων επενδύσεων και τον περιορισμό των δημοσίων δαπανών.
 
 
(ABC News)
Η χώρα απολύει εκατοντάδες χιλιάδες δημόσιους υπαλλήλους στα πλαίσια της προσπάθειας μεταρρύθμισης μίας από τις δύο εναπομείνασες σοβιετικού τύπου οικονομίες. «Το κράτος μας δεν μπορεί και δεν πρέπει να συνεχίσει να συντηρεί επιχειρήσεις, υπηρεσίες και τομείς με φουσκωμένα μισθολόγια και ζημίες που βλάπτουν την οικονομία», δήλωσε εκπρόσωπος των συνδικάτων και συνέχισε: «Οι ευκαιρίες απασχόλησης θα αυξηθούν και θα διευρυνθούν με νέες μορφές μη κρατικής απασχόλησης, απορροφώντας εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους τα επόμενα χρόνια».

Μα γίνεται να είναι αλήθεια όλα αυτά; Είναι δυνατόν μέσα σε μια μέρα η ατολμία τόσων ετών να έδωσε τη θέση της σε τέτοια αποφασιστικότητα; Μήπως δεν μιλούν για μας; Κι όμως όλες οι παθογένειες που περιγράφονται θα μας ταίριαζαν γάντι, λέξη προς λέξη. Φευ! Η χώρα στην οποία αναφέρονται τα παραπάνω αποσπάσματα δεν είναι η Ελλάδα, είναι η Κούβα, ο Πρόεδρος της οποίας Ραούλ Κάστρο εξήγγειλε μεταρρυθμίσεις, απομακρυνόμενος με σταθερά και προσεκτικά βήματα από την πεισματική προσκόλληση του απελθόντος αδελφού του Φιντέλ στη σοβιετική ιδεολογία. Επί δεκαετίες οι πολίτες της Κούβας πλήρωναν σε όρους διεθνούς απομόνωσης, οικονομικής στασιμότητας και επιδείνωσης του βιοτικού τους επιπέδου τις ιδεολογικές αγκυλώσεις του κομμουνιστικού κόμματος. Το εξαγγελθέν – μερικό έστω – άνοιγμα στην οικονομία της αγοράς δημιουργεί πλέον ελπίδες για αναγέννηση της απολιθωμένης οικονομίας, επανεκκίνηση των παραγωγικών μηχανισμών και επανένταξη της χώρας στις διεθνείς ροές εμπορίου και επενδύσεων. Έστω και καθυστερημένα, η Κούβα φαίνεται ότι θα προσπαθήσει τα επόμενα χρόνια να ακολουθήσει το παράδειγμα της Κίνας, η οποία πριν τρεις δεκαετίες αποκήρυξε τον απομονωτισμό του Μάο και απελευθέρωσε την οικονομία της από τα ασφυκτικά δεσμά του κομμουνιστικού κόμματος, που είχε καταδικάσει εκατομμύρια ανθρώπους στην πείνα και την ανέχεια στο όνομα της διαφύλαξης της ιδεολογικής καθαρότητας του καθεστώτος.
Και με μας τι θα γίνει; Μείναμε πια μόνοι μας, τελευταίοι και μοναχικοί υπερασπιστές του σοβιετικού ιδεώδους; Ευτυχώς όχι σύντροφοι, έχουμε ακόμα τη Βόρεια Κορέα. Αλλά πιο πιθανό είναι να ακολουθήσει και η Κορέα το δρόμο της Κούβας, παρά να αλλάξουμε εμείς πορεία. Γιατί εμείς έχουμε - δόξα τω Θεώ - ηγεσίες που θα διαφυλάξουν πάση θυσία τον ελληνικό λαό από τη λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού. Ηγεσίες που μας καθοδηγούν υπερήφανα σε αντίσταση απέναντι στους διεθνείς συνωμότες που προσπαθούν να επιβάλουν στους λαούς τα συμφέροντα των κεφαλαιοκρατών...

Είναι αλήθεια, σύντροφοι της ψευτοαριστεράς και της ψευτολαϊκής δεξιάς που αλωνίζετε στην πολιτική αρένα της Ελλάδας, ότι ο καπιταλισμός και η παγκοσμιοποίηση φέρνουν δεινά, κοινωνικές ανισότητες, τεράστιες αδικίες και κατά καιρούς ρηχές ή βαθύτερες κρίσεις. Όμως η ιστορία έχει πια αποδείξει ότι στην ιδεολογική αντιπαράθεση καπιταλισμού – κομμουνισμού ο δεύτερος απέτυχε παταγωδώς. Όσο και αν η περήφανη και ανυπόταχτη Ελλάδα αρνείται να το παραδεχτεί, η οικονομία της αγοράς είναι το καλύτερο μοντέλο που έχει μέχρι στιγμής εφευρεθεί για την παραγωγή πλούτου. Και δεν χρειάζεται να είναι το καθεστώς κομμουνιστικό για να μπορέσει να αναδιανείμει αυτόν τον πλούτο με κοινωνική δικαιοσύνη και να θεραπεύσει έτσι τις ανισότητες που το μοντέλο αυτό από τη φύση του παράγει. Ευημερούσες χώρες όπως η Σουηδία, η Φινλανδία, η Νορβηγία, η Ελβετία, η Ολλανδία, η Δανία, ο Καναδάς, η Αυστραλία και αρκετές ακόμα, δεν είχαν ποτέ ούτε καν ψήγματα κομμουνιστικής ροπής στις ηγεσίες τους, αλλά κατόρθωσαν, αφενός χάρη στην οικονομία της αγοράς να επιτύχουν τη μεγιστοποίηση της παραγωγής πλούτου, αφετέρου χάρη σε μια ορθολογική κοινωνική πολιτική να επιτύχουν τη βελτιστοποίηση της κατανομής του πλούτου αυτού. Χωρίς ψευτοδιλήμματα, χωρίς λαϊκιστικά συνθήματα, χωρίς στείρα ιδεολογήματα, χωρίς σοσιαλιστικές κορώνες και παντιέρες με σφυροδρέπανα ή πράσινους ήλιους, χωρίς επαναστάτες του καναπέ και κινήματα «δεν πληρώνω», χωρίς κρατικοδίαιτους συνδικαλιστές που υπερασπίζονται με φουσκωμένα πορτοφόλια το δίκιο του εργάτη, χωρίς μικρές και μεγάλες συντεχνίες που εκβιάζουν τους πάντες για να κρατηθούν στην επιφάνεια, χωρίς δειλές και μίζερες ηγεσίες που ανατροφοδοτούν τις αντικαπιταλιστικές φοβίες της κοινής γνώμης και παραδίδουν η καθεμία στην επόμενη μια οικονομία όλο και πιο αντιπαραγωγική και μια κοινωνία όλο και πιο ανίκανη να προτάξει την κοινή λογική στον τρόπο που σκέφτεται και αποφασίζει. Δεν πειράζει όμως. Έχουμε δημοκρατία και στη δημοκρατία κάθε λαός έχει την ηγεσία που του αξίζει.

Αλλά έχουμε όντως δημοκρατία; Άλλωστε και η Σοβιετική Ένωση του Στάλιν ως Ένωση Σοβιετικών Δημοκρατιών συστηνόταν στις παρέες της, η δε Κίνα του Μάο έκανε πιάτσα στα διεθνή φόρα ως Λαϊκή Δημοκρατία. Είναι διαχρονικό χαρακτηριστικό των ανελεύθερων καθεστώτων να χτίζουν την εσωτερική και εξωτερική τους προπαγάνδα πάνω σε έναν πληθωρισμό ευφημισμών που κάνουν τη νύχτα μέρα. Μήπως και η Ελλάδα, η κοιτίδα της δημοκρατίας, δεν απέχει τελικά και πολύ από αυτές τις πρακτικές; Η υποτιθέμενη δημοκρατία μας, μέσα από μια παραληρηματική και παραλυτική λαϊκιστική ρητορική δεκαετιών φαυλοκρατίας, έχει φαλκιδεύσει, έχει διαστρεβλώσει, έχει εξευτελίσει όλες τις έννοιες που συνήθως χρησιμοποιούνται στο δημόσιο διάλογο ενός γνήσιου δημοκρατικού πολιτεύματος. Η ανομία και η αναρχία βαφτίστηκαν «ελευθερία», τα σκανδαλώδη προνόμια των δημοσιοϋπαλληλικών ρετιρέ βαφτίστηκαν «κεκτημένα δικαιώματα», οι βανδαλισμοί και οι τραμπουκισμοί βαφτίστηκαν «λαϊκό κίνημα», οι στείρες και ατέρμονες συζητήσεις που δεν οδηγούν πουθενά βαφτίστηκαν «δημόσια διαβούλευση», τα κρατικοδίαιτα και καθεστωτικά συνδικάτα βαφτίστηκαν «κοινωνικοί φορείς», η εφαρμογή των νόμων βαφτίστηκε «φασιστική αντίληψη», η τήρηση της τάξης βαφτίστηκε «κρατική καταστολή», οι επενδύσεις και η επιχειρηματικότητα βαφτίστηκαν «δούρειοι ίπποι του ιμπεριαλισμού», οι καταλήψεις δρόμων, λιμανιών, σχολείων ή (εσχάτως) δημαρχείων βαφτίστηκαν «νόμιμες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας», οι επιδιώξεις της ΓΕΝΟΠ και της κάθε ΓΕΝΟΠ βαφτίστηκαν «δημόσιο συμφέρον», η συντήρηση των ζημιογόνων ΔΕΚΟ βαφτίστηκε «άρνηση ξεπουλήματος της περιουσίας του ελληνικού λαού», ο ακατάσχετος δανεισμός για την αθρόα χορήγηση επιδομάτων και παροχών βαφτίστηκε «κοινωνική πολιτική» κ.ο.κ.
Συμπέρασμα; Το πρώτο πράγμα που χρειαζόμαστε είναι ένα καινούριο λεξικό. Αυτό που έχουμε θάφτηκε από την ιστορία πριν είκοσι χρόνια στα ερείπια του Τείχους του Βερολίνου. Το κύμα αλλαγής που σάρωσε τότε ένα προς ένα τα κομμουνιστικά καθεστώτα, άφησε ξεχασμένο ένα τελευταίο σοβιέτ, κάπου εκεί, στη νοτιοανατολική γωνιά της Ευρώπης…

ΥΓ: Τα παρατιθέμενα στην αρχή αποσπάσματα αποτελούν ακριβή μετάφραση άρθρων που αναρτήθηκαν τις προηγούμενες ημέρες στις ηλεκτρονικές σελίδες των αναγραφόμενων μέσων, αναφερόμενα στις εξαγγελίες για μεταρρυθμίσεις από τον Πρόεδρο της Κούβας.

Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

Πολυνομία και ολοκληρωτισμός

Κάθε χρόνο το Heritage Foundation σε συνεργασία με τη Wall St Journal υπολογίζει για 183 χώρες του κόσμου το λεγόμενο δείκτη οικονομικής ελευθερίας (economic freedom index), που αποτελεί σύνθεση μιας σειράς παραγόντων: επιχειρηματική ελευθερία, εμπορική ελευθερία, δημοσιονομική και νομισματική ελευθερία, επενδυτική ελευθερία, εργασιακή ελευθερία, μέγεθος κυβέρνησης, προστασία δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, διαφθορά, φορολογικά βάρη. Για το έτος 2011 η Ελλάδα τοποθετείται στην 88η θέση, τελευταία από όλες τις χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Ενδεικτικά αναφέρεται η κατάταξη μιας σειράς γειτονικών μας, υποτίθεται υπανάπτυκτων συγκριτικά με εμάς χωρών, όπως των Σκοπίων (55), της Βουλγαρίας (60), της Τουρκίας (67) και της Αλβανίας (70), αλλά και αφρικανικών χωρών που τις θεωρούμε οικονομικά, πολιτειακά και πολιτισμικά καθυστερημένες, όπως της Μποτσουάνα (40), της Ναμίμπια (73), της Ρουάντα (75), της Ουγκάντα (80), της Μαδαγασκάρης (81) και της Μπουρκίνα Φάσο (85). Σε απόλυτες τιμές ο ελληνικός δείκτης υπολογίστηκε στο 60,3 (με άριστα το 100), σημειώνοντας μάλιστα πτώση σε σχέση με το 2010 (62,7). Να σημειωθεί ότι δείκτης κάτω του 60 αντιστοιχεί σε χαρακτηρισμό mostly unfree, δηλαδή σε οικονομικό καθεστώς ουσιαστικά ανελεύθερο.
Τι σημαίνει αυτό; Πολύ απλά, ότι σε μια χώρα που παριστάνει τη φιλελεύθερη αστική δημοκρατία και όπου μεγάλη μερίδα του πολιτικού κόσμου και της κοινής γνώμης δείχνει συχνά μια υπερευαισθησία σε ζητήματα παραβίασης των δημοκρατικών δικαιωμάτων, η ροπή προς τον οικονομικό ολοκληρωτισμό είναι παρούσα και μάλιστα δεν ενοχλεί κανέναν. Η Ελλάδα έχει υιοθετήσει εδώ και τρεις δεκαετίες ένα δικής της εμπνεύσεως και μοναδικό παγκοσμίως οικονομικό σύστημα κεντρικού σχεδιασμού, που μάλιστα συνδυάζεται κατά τραγική ειρωνεία με έναν κρατικό μηχανισμό που αδυνατεί να σχεδιάσει το ο,τιδήποτε. Το αποτέλεσμα είναι η σημερινή μας οικονομική τραγωδία.
Η έννοια του ολοκληρωτισμού είναι παρεξηγημένη. Ολοκληρωτικό καθεστώς δεν είναι απαραίτητα το δικτατορικό. Είναι, κατά τους ορισμούς του συνταγματικού δικαίου, αυτό που προσπαθεί να ρυθμίσει με τρόπο ασφυκτικό και αναπόδραστο όσο το δυνατόν περισσότερες εκφάνσεις της ζωής και της δράσης των πολιτών, σε βαθμό που να τους αφήνει ελάχιστα έως μηδενικά περιθώρια ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους. Ένα μέτρο της παρέμβασης ή μη του κράτους στην ως άνω ελευθερία είναι ο όγκος και το εύρος της νομοθετικής παραγωγής. Μια φιλελεύθερη χώρα περιορίζει τη νομοθεσία στα απολύτως αναγκαία όρια για τη ρύθμιση της κοινωνικής συμβίωσης, θέτοντας μια σειρά από βασικές αρχές που θα διαμορφώσουν το πλαίσιο για την ανάπτυξη σχέσεων αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους και πολιτών. Τι ισχύει όμως στην Ελλάδα;
Η ελληνική νομική πραγματικότητα είναι μοναδική διεθνώς. Αν περιοριστούμε στις τελευταίες δεκαετίες του νεοελληνικού κράτους και συγκεκριμένα στη μεταπολιτευτική περίοδο, θα διαπιστώσουμε ότι από το 1974 και μετά έχουν αισίως ψηφιστεί και εκδοθεί πάνω από 3.900 νόμοι, κάτι που αντιστοιχεί σε σχεδόν 1 νόμο κάθε 3 μέρες επί 37 συνεχή χρόνια. Σε αυτούς πρέπει να προστεθεί περίπου 3πλάσιος αριθμός προεδρικών διαταγμάτων και πολλαπλάσιος αριθμός υπουργικών αποφάσεων, που υποτίθεται εξειδικεύουν τους νόμους (στην πραγματικότητα πολλές φορές τους επανερμηνεύουν ή τους τροποποιούν). Ενδεικτικά μόνο τη δεκαετία 2000-2009 εκδόθηκαν περί τους 1.100 νόμους, σχεδόν 3.300 προεδρικά διατάγματα και πάνω από 53.000 (!) υπουργικές αποφάσεις. Βέβαια το ελληνικό κράτος δε γεννήθηκε ξαφνικά το 1974 και όλη αυτή η εξωφρενική νομοθετική παραγωγή ήρθε να προστεθεί στην ήδη υπάρχουσα (τμήματα του Εμπορικού Νόμου, π.χ., εξακολουθούν να ισχύουν από το… 1835). Η δαιδαλώδης αυτή κατάσταση επιδεινώνεται από τη συχνά κάκιστη ποιότητα των νομοθετικών κειμένων. Νόμοι δεκάδων ή εκατοντάδων σελίδων, διατάξεις διεσπαρμένες σε άσχετα νομοθετήματα, ακατανόητο συντακτικό, αλληλοαναιρούμενες ερμηνευτικές εγκύκλιοι, απανωτές τροποποιήσεις ή καταργήσεις, σιωπηρές καταργήσεις ή επαναφορές σε ισχύ κτλ. Κανένας ελληνικός νόμος που σέβεται τον εαυτό του δεν γίνεται να μην περιέχει φράσεις του τύπου «το εδάφιο στ’ της υποπαραγράφου 6 της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του νόμου τάδε, τροποποιείται ως εξής:….», και αν δοκιμάσει κανείς από περιέργεια ή μαζοχιστική διάθεση να αναζητήσει ποιο είναι αυτό το εδάφιο που τροποποιείται, αφενός θα διαπιστώσει ότι είχε ήδη τροποποιηθεί καμιά δεκαριά φορές, αφετέρου θα δυσκολευτεί να κατανοήσει ποιες ακριβώς αλλαγές επιφέρει ο καινούριος νόμος.
Το μεγαλύτερο τμήμα του νομοθετικού τερατουργήματος που έχει παραχθεί στην Ελλάδα αφορά σε ζητήματα που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την οικονομική δραστηριότητα. Είναι πρακτικά αδύνατο να αποκτήσει κανείς μια στοιχειώδη έστω εικόνα για το τι ισχύει σε νομοθετικό επίπεδο σε βασικούς τομείς της οικονομικής ζωής. Οποιοσδήποτε δραστηριοποιείται οικονομικά στην Ελλάδα κινδυνεύει κάθε στιγμή να γίνει παραβάτης κάποιας από τις αναρίθμητες, συγκεχυμένες και συχνά αλληλοσυγκρουόμενες διατάξεις που είναι διάσπαρτες στις εκατοντάδες χιλιάδες σελίδες της φορολογικής, ασφαλιστικής ή επενδυτικής νομοθεσίας. Ακόμα όμως και αν κατορθώσει να διαβάσει και να κατανοήσει ο ίδιος όλες αυτές τις διατάξεις, πρέπει να σιγουρευτεί ότι όλοι οι αργόσχολοι δημόσιοι υπάλληλοι, με τους οποίους αναγκαστικά θα έρθει σε επαφή για να διεκπεραιώσει τις υποθέσεις του, έχουν κατανοήσει και ερμηνεύσει τις διατάξεις αυτές με τον ίδιο τρόπο. Αλλά και πάλι τα βάσανά του δεν θα έχουν τελειώσει. Στην αυθαιρεσία της ερμηνείας της νομοθεσίας από τη δημόσια διοίκηση πρέπει να προστεθεί και η αβεβαιότητα για την έκβαση μιας ενδεχόμενης δικαστικής περιπέτειας στην οποία είναι πολύ πιθανό να εμπλακεί. Οι αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων έρχονται συχνά να αναιρέσουν νομοθετικές ή και νομολογιακές βεβαιότητες, αγγίζοντας τα όρια του δικαιοδοτικού ακτιβισμού. Χαρακτηριστική είναι πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι διατάξεις του Ν.2545/97 που αφορούν στη δημιουργία ΠΟΤΑ (Περιοχών για Ολοκληρωμένη Τουριστική Ανάπτυξη), αφήνοντας μετέωρες μεγάλες τουριστικές και άλλου είδους παραγωγικές επενδύσεις ύψους δισεκατομμυρίων ευρώ που βασίστηκαν στον ανωτέρω νόμο. Το ΣτΕ, επιδιώκοντας - υποτίθεται - να στείλει μήνυμα στην πολιτεία ότι εκπνέει η συνταγματική ανοχή απέναντι στο ανεπίτρεπτο φαινόμενο να μην έχει ακόμα ολοκληρωθεί ο χωροταξικός σχεδιασμός της χώρας 36 χρόνια μετά την πρόβλεψή του στο Σύνταγμα του 1975, αδιαφορεί για το ότι ουσιαστικά τιμωρεί όσους θαρραλέους επενδυτές τόλμησαν να φέρουν τα λεφτά τους στην Ελλάδα και ασφαλώς αποθαρρύνει όσους λίγους σκέφτονταν να κάνουν το ίδιο στο μέλλον. Για να μην αναφερθούμε στις δεκάδες περιπτώσεις μεγάλων επενδύσεων που ματαιώθηκαν εξαιτίας αποφάσεων του ΣτΕ, με τις οποίες το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας δικαίωσε προσφυγές μιας χούφτας κατοίκων ή φορέων, που επικαλούνταν τη δήθεν επιβάρυνση του περιβάλλοντος που θα προκαλούσαν οι επενδύσεις αυτές. Ακόμα και κυνηγετικοί σύλλογοι έχουν πετύχει τη ματαίωση επενδύσεων με προσφυγή στο ΣτΕ. Άραγε ποια περιβαλλοντική ευαισθησία διέκριναν οι ανώτατοι δικαστικοί στους κυνηγούς; Σε μια χώρα με απίστευτα υποβαθμισμένο φυσικό περιβάλλον, η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί εσχάτως το μανδύα πίσω από τον οποίο κρύβει αυτή η υποκριτική κοινωνία και η ακόμα πιο υποκριτική δικαιοσύνη τις βαθιά ριζωμένες αντικαπιταλιστικές της φοβίες.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, ακόμα και αν η εκτελεστική και η δικαστική εξουσία λειτουργούσαν τέλεια, η νομοθετική εξουσία πρέπει επειγόντως να αναθεωρήσει το ρόλο της. Η Βουλή (κατ’ ουσία η κυβέρνηση και η δημόσια διοίκηση, στις οποίες έχει περάσει στην πράξη η νομοθετική εξουσία στην Ελλάδα) προσπαθεί να δικαιολογήσει την ύπαρξή της ανακυκλώνοντας και ανατροφοδοτώντας συνεχώς ένα εξωφρενικό νομοθετικό και γραφειοκρατικό συνονθύλευμα. Θα ήταν πολύ ωφέλιμη μια κυβέρνηση και μια Βουλή που θα αποφάσιζαν να περάσουν την 4ετή θητεία τους μη κάνοντας τίποτα ή, ακόμα καλύτερα, καταργώντας νόμους. Δεν μιλάμε για απλοποίηση και κωδικοποίηση της νομοθεσίας, γιατί αυτό θα ήταν υπερβολική απαίτηση από τους πολυάσχολους βουλευτές μας. Μιλάμε για απλή κατάργηση νόμων και κανονιστικών πράξεων. Θα προσφέρανε πραγματικά μεγάλη ανάσα στην ελληνική κοινωνία και οικονομία, που στενάζουν υπό το βάρος του συνεχώς γιγαντώμενου νομοθετικού τέρατος. Δεκάδες χώρες του κόσμου δεν έχουν καν κώδικα βιβλίων και στοιχείων. Τι το ξεχωριστό άραγε έχει η Ελλάδα, για να χρειάζεται έναν τεράστιο κώδικα βιβλίων και στοιχείων, που μάλιστα κάθε υπουργός οικονομικών θεωρεί χρέος του να τροποποιεί κάθε λίγο και λιγάκι;
Η σύγχρονη αστική δημοκρατία της Δύσης έχει θεμελιωθεί σε συνταγματικά κείμενα και σε βασικά νομοθετήματα, όπως ο αστικός και ο ποινικός κώδικας, που με λιτότητα και σαφήνεια ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ των πολιτών και οριοθετούν την εξουσία του κράτους απέναντι στα ατομικά δικαιώματα, αντανακλώντας τις ιδέες του Διαφωτισμού και του φιλελεύθερου ορθολογισμού του 18ου και 19ου αιώνα. Τα ίδια θεμέλια έχει και το νεοελληνικό κράτος, αφού από τα πρώτα του βήματα προσπάθησε να μεταφέρει ό,τι καλύτερο υπήρχε σε θεσμικό επίπεδο στις πλέον προηγμένες χώρες της Ευρώπης. Η φαυλότητα όμως σχεδόν δύο αιώνων μικροκομματισμού και πελατειακών σχέσεων έχει διαστρεβλώσει σε τρομακτικό βαθμό τις θεσμικές βάσεις της ελληνικής πολιτείας, οικοδομώντας πάνω τους ένα νομοθετικό και γραφειοκρατικό έκτρωμα. Βέβαια, δεν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι η τάση προς την υπερβολική σε όγκο και πολυπλοκότητα νομοθετική παραγωγή δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, αλλά παρατηρείται τα τελευταία χρόνια σε πολλές χώρες του κόσμου. Στην Ελλάδα, όμως, αφενός προσέλαβε εκρηκτικές διαστάσεις, αφετέρου συνδυάστηκε με όλες τις προαναφερθείσες παθογένειες της δημόσιας διοίκησης και της δικαιοσύνης. Είναι επομένως άμεση και αδήριτη ανάγκη να αποκαθηλωθεί αυτή η ασφυκτική υπερδομή και να αποκαλυφθούν ξανά οι καθαρές γραμμές της πολιτειακής μας βάσης, πάνω στις οποίες και θα αναδομηθεί από την αρχή το θεσμικό εποικοδόμημα του ελληνικού κράτους. Θα είναι μια αληθινή ποιοτική επανάσταση. Ακόμα και αν αποδίδαμε στη νομοθετική μας εξουσία τις αγαθότερες των προθέσεων, πρέπει να γίνει απολύτως κατανοητό ότι κάθε νομοθετική παρέμβαση οφείλει να σταθμίζει το όφελος και το κόστος της επιπλέον ρύθμισης της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Το σημείο όπου το κόστος υπερβαίνει το όφελος είναι ακριβώς το μεταίχμιο μεταξύ φιλελεύθερης και ολοκληρωτικής οργανωτικής φιλοσοφίας του κράτους.

Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Ανήκομεν εις την Δύσιν;

Έχουν περάσει αισίως 190 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 και αυτή η ένδοξη πατρίδα αναζητά ακόμα την ιδεολογική της ταυτότητα. Την ίδια στιγμή που η γειτονική μας Τουρκία έχει προ πολλού αφήσει στην άκρη τα ψευτο-ιδεολογήματα του παρελθόντος και αναδεικνύεται ταχύτατα σε περιφερειακή υπερδύναμη με ακμάζουσα οικονομία και καλπάζουσες επενδύσεις, η Ελλάδα ανακυκλώνει τη μιζέρια της και ψελλίζει δικαιολογίες για τα 400 χρόνια σκλαβιάς που υποτίθεται ότι δηλητηρίασαν το έθνος με ανατολίτικα ή βαλκανικά στερεότυπα και το εμποδίζουν να υιοθετήσει έναν αληθινά δυτικό τρόπο σκέψης.
Αυτός ο περίφημος δυϊσμός της ταυτότητας των Ελλήνων, απότοκος της θέσης μας στο γεωγραφικό και πολιτισμικό μεταίχμιο μεταξύ Ανατολής και Δύσης, έχει αποτελέσει την προσφιλέστερη δικαιολογία για όλα τα ελαττώματα της φυλής μας και τις αθλιότητες της κρατικής μας οργάνωσης εδώ και πολλές δεκαετίες. Και όχι μόνο αυτό, αλλά έχουμε πείσει τους εαυτούς μας ότι τα απίστευτα κακώς κείμενα που συναντά κανείς καθημερινά σε αυτή την παράλογη χώρα και σε αυτόν τον παράλογο λαό όχι απλά δε χρήζουν διόρθωσης, αλλά είναι πλεονεκτήματα, είναι αδιάψευστες ενδείξεις της «μοναδικότητας» του έθνους μας, είναι εφαλτήρια για εκρήξεις εθνικής υπερηφάνειας.
Έχουν παρέλθει πάνω από τρεις δεκαετίες από τον περίφημο διάλογο μεταξύ Κων/νου Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου στη Βουλή περί της ιδεολογικής και γεωπολιτικής ένταξης της Ελλάδος στη Δύση. Η φράση «προτιμούμε να ανήκουμε στους Έλληνες» συμπυκνώνει ολόκληρη τη φιλοσοφία του λαϊκιστικού εθνικισμού με την οποία μπόλιασε ο Ανδρέας Παπανδρέου την πολιτική συνείδηση της χώρας και την οποία υιοθέτησαν τελικά όλες οι πολιτικές δυνάμεις – από την άκρα δεξιά έως την άκρα αριστερά – καθώς και μεγάλες μάζες του εκλογικού σώματος. Εξαπολύοντας έναν αδυσώπητο κομματικό στρατό και μοιράζοντας απλόχερα δανεικά που βαφτίζονταν «κοινωνική πολιτική», πέτυχε ίσως την ταχύτερη στην ιστορία μετατροπή μιας φιλόπονης και παραγωγικής κοινωνίας σε μια άναρχη Μπανανία, συνεπικουρούμενος στη συνέχεια όχι μόνο από τις ακροαριστερές πτέρυγες του πολιτικού φάσματος (που ούτως ή άλλως, όντας καταδικασμένες μονίμως στην αντιπολίτευση, έχουν την «πολυτέλεια» του άκρατου και ανέξοδου λαϊκισμού), αλλά και από τον έτερο πόλο εξουσίας, τη Νέα Δημοκρατία. Ο δικομματισμός, που αναπτύχθηκε σε ολόκληρη τη μεταπολεμική Ευρώπη ως υγιές δίπολο σοσιαλδημοκρατίας – χριστανοδημοκρατίας, μετατράπηκε στην Ελλάδα σε μια εξωφρενική πλειοδοσία ανευθυνότητας, όπου τα δύο κόμματα εξουσίας παρέσυραν μια ολόκληρη κοινωνία σε έναν πρωτοφανή οικονομικό και πολιτισμικό μαρασμό. Εδώ και τριάντα χρόνια καμιά ισχυρή φωνή δεν έφερε αντιρρήσεις σε αυτό το απίστευτο σκηνικό, όπου συνδικαλιστές-αφισοκολλητές λυμαίνονται τις δημόσιες επιχειρήσεις, μικρές συντεχνιακές ομάδες κλείνουν δρόμους και λιμάνια, αυτό-αποκαλούμενοι αντιεξουσιαστές τα κάνουν γυαλιά – καρφιά, μαθητές και καθηγητές κλείνουν σχολεία, αυτό-χρισμένοι εκπρόσωποι φοιτητών εισβάλλουν σε αμφιθέατρα κτλ.


Από το 1950 έως το 1980 κουβαλούσαμε το σύνδρομο του φτωχού συγγενή, είχαμε όμως πετύχει στην πραγματικότητα μια συνεχώς διευρυνόμενη παραγωγική βάση που πλέον πλησίαζε τα πρότυπα της δυτικής Ευρώπης. Από το 1980 και μετά οι όροι αντιστράφηκαν: Μια σαρωτική λαϊκιστική προπαγάνδα έπεισε τους Έλληνες ότι δικαιούνταν πλέον να ζουν σαν βασιλιάδες χωρίς να παράγουν τίποτα, απλά μοιράζοντας έναν ανύπαρκτο δημόσιο πλούτο. Μέσα σε αυτή την αξιοζήλευτη ευημερία κανείς πια δεν θα ήταν υποχρεωμένος να δουλεύει. Όλοι μπορούσαν να ευτυχήσουν αρπάζοντας όσο το δυνατόν μεγαλύτερα κομμάτια από την πίτα. Κανείς όμως από αυτόν τον υπερήφανο και ευημερούντα λαό δεν ασχολήθηκε ποτέ με το πώς θα παραχθεί αυτή η πίτα. Το αποτέλεσμα; Εδώ και τρεις δεκαετίες η χώρα αποβιομηχανοποιείται ραγδαία, οι δείκτες ξένων επενδύσεων και ανταγωνιστικότητας υπολείπονται πολλών αφρικανικών κρατών, τα ελλείμματα (όχι τόσο το δημοσιονομικό που έχει τραβήξει την προσοχή, όσο το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) κινούνται σε δυσθεώρητα ύψη, ο καπιταλισμός και η επιχειρηματικότητα έχουν γίνει απαγορευμένες λέξεις.  Αυτόν το σοσιαλιστικό παράδεισο θα τον ζήλευε ακόμα και ο Τσάβες. Όμως ο Τσάβες έχει αν μη τι άλλο μια πετρελαϊκή βιομηχανία να στηρίζει τις υποτιθέμενες αντι-ιμπεριαλιστικές του κορώνες, εμείς από την άλλη δεν έχουμε τίποτα, εκτός από την εξοργιστική αδυναμία να συνειδητοποιήσουμε την ξεφτίλα μας.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου και οι άξιοι συνεχιστές του και από τα δύο κόμματα εξουσίας πέτυχαν μέσα σε τριάντα χρόνια η Ελλάδα να μην ανήκει πια ούτε στη Δύση ούτε στους Έλληνες, αλλά στους δανειστές της. Αυτό το σάπιο πολιτικό σύστημα εξακολουθεί όμως ακόμα και τώρα να σφυρίζει αδιάφορα και να δείχνει με το δάχτυλο ξένους συνωμότες που εποφθαλμιούν τη «μοναδικότητά» μας. Και το χειρότερο, έχει πείσει τους πολίτες ότι πάντα ευθύνονται άλλοι για την κατάντια μας. Το να κατηγορούμε τη Μέρκελ για τα προβλήματά μας αφενός διαιωνίζει τα προβλήματα, αφετέρου μας γελοιοποιεί ακόμα περισσότερο. Δεν είμαστε επίκεντρο καμίας διεθνούς συνωμοσίας, για την ακρίβεια δεν είμαστε πια επίκεντρο σε τίποτα. Οι υπερήφανοι απόγονοι του Περικλή και του Σωκράτη έχουμε μείνει με την υπερηφάνεια και με μια αυτάρεσκη αλαζονεία και αδυναμία συνειδητοποίησης της σημερινής μας ασημαντότητας. Κατορθώσαμε να κάνουμε τη λέξη «Έλληνας» συνώνυμη με τη διαφθορά, την τεμπελιά και την ανυποληψία, και εξακολουθούμε να έχουμε το θράσος να κατηγορούμε τους άλλους. Το αν δώσαμε τα φώτα του πολιτισμού στην ανθρωπότητα δεν είναι επιχείρημα υπέρ μας, είναι εναντίον μας. Οι "Κουτόφραγκοι", που "ζούσαν σε σπηλιές όταν εμείς κτίζαμε Παρθενώνες", έχουν οικοδομήσει αληθινές αστικές δημοκρατίες με ισχυρούς θεσμούς και οικονομική ευμάρεια. Εμείς πάλι δεν είμαστε ικανοί ούτε καν τα λεφτά των Κουτόφραγκων να πάρουμε όταν έρχονται να επισκεφθούν τους Παρθενώνες που κτίσαμε, αλλά αφήνουμε 50 ανθρώπους να κάνουν κατάληψη στην Ακρόπολη με αίτημα να διοριστούν και αυτοί στο ακόρεστο ελληνικό δημόσιο. Σε όλες τις εκφάνσεις μας ως κράτους και ως λαού, από την εξωτερική πολιτική ως την οργάνωση της δημόσιας διοίκησης, προτάσσουμε αυτή την περίφημη μοναδικότητά μας και παριστάνουμε τους ανένταχτους και ανυπότακτους, που καμία παγκοσμιοποίηση και κανένα ΔΝΤ δε θα καταφέρει να τιθασεύσει. Μήπως και ανακαλύψαμε τον τρίτο δρόμο προς το σοσιαλισμό που έψαχναν απεγνωσμένα και οι Βρετανοί Εργατικοί τόσα χρόνια; Δε Νομίζω Τάκη. Τέτοια εμμονή στη μοναδικότητα, τέτοια ιδεολογική καθαρότητα στην αποκήρυξη της οικονομίας της αγοράς και του δυτικού συστήματος αξιών δεν είχαν ονειρευτεί ούτε οι πάλαι ποτέ ηγέτες και φιλόσοφοι του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού.
Καυχόμαστε ότι Έλληνας δε γίνεσαι, γεννιέσαι. Και αυτή είναι η τραγωδία μας. Απόγονοι του Περικλή και του Σωκράτη, καληνύχτα και καλή τύχη.